Η αποστροφή των πολιτών από τα καθιερωμένα αστικά κόμματα εξουσίας και οι μαζικές διαμαρτυρίες όπως εκφράστηκαν ειδικότερα το 2011 στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα αποτελούν το πιο ορατό σημάδι μιας συστημικής κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης .
Αν εκατοντάδες χιλιάδες κυρίως νέοι άνθρωποι εκφράζουν ανοικτά την απογοήτευση τους για την δύσκολη κοινωνική κατάσταση στην οποία λόγω κρίσης έχουν περιέλθει και το δραματικά υψηλό επίπεδο της ανεργίας που τους μαστίζει, στερώντας τους κάθε προοπτική, αυτό δεν σημαίνει ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας συμμερίζεται τις δικές τους απόψεις και την αγανάκτηση τους απέναντι στο σύστημα των χρηματοπιστωτικών αγορών και τον τρόπο διαχείρισης της κρίσης.
Υπό αυτή την έννοια η αγανάκτηση δεν αποτελεί αυτόματα έκφραση της δημοκρατικής βούλησης της πλειοψηφίας.
Ωστόσο, όλα αυτά που συμβαίνουν το τελευταίο διάστημα με την Ελλάδα και την ευρύτερη μεσογειακή περιφέρεια τάραξαν την κοινή γνώμη σε όλη την Ευρώπη.
Σε πρώτο πλάνο τέθηκε το ζήτημα Δημοκρατίας στην λειτουργία του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος και ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονται συλλογικά δεσμευτικές αποφάσεις για όλα τα κράτη μέλη.
Σε συνδυασμό με αυτό ετέθη ο ζήτημα δημοκρατικών διαδικασιών για τον μετασχηματισμό βουλήσεων και απόψεων σε συγκεκριμένες αποφάσεις.
Είναι προφανές ότι δεν χρειάζεται να εφεύρουμε μια νέα μέθοδο για την λήψη αποφάσεων.
Η κοινοβουλευτική δημοκρατία, δηλαδή η αποστολή εκπροσώπων ενός πολιτικού προσανατολισμού στο Κοινοβούλιο, αποτελεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων 200 ετών ένα δοκιμασμένο ένα μοντέλο που εφαρμόστηκε με επιτυχία σε όλη την Ευρώπη.
Η οργανωμένη αντιπολίτευση έχει την δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το Κοινοβούλιο ως μια δημόσια πλατφόρμα για να διοχετεύσει την κριτική της, να την οξύνει, να την καταστήσει εμφανή προς όλες τις κατευθύνσεις και έτσι να ελέγξει ή να επηρεάσει μια συγκεκριμένη κυβερνητική δράση
Πάνω απ ‘όλα, οι κυβερνήσεις μπορούν στην Δημοκρατία να εκτοπιστούν μέσω της ψήφου για να δοθεί σε εναλλακτικές κατευθύνσεις μια ευκαιρία, να ανέλθουν στην εξουσία.
Οι ψηφοφόροι θα πρέπει να γνωρίζουν σε μια δημοκρατία, που βάζουν τον σταυρό τους, για να επιβεβαιώσουν η να τερματίσουν μια τρέχουσα πολιτική.
Που όμως θα μπορούσε να βάλει τον σταυρό του ένας ευρωπαίος πολίτης, εάν επιθυμούσε να τερματίσει και να αλλάξει την πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δηλαδή της ευρωπαϊκής εκτελεστικής εξουσίας; Δυστυχώς πουθενά , διότι επί της ουσίας οι εθνικές κυβερνήσεις των κρατών μελών καθορίζουν τη ευρωπαϊκή πολιτική.
Αυτό όμως σημαίνει ότι η Μέρκελ για παράδειγμα έχοντας την απαιτούμενη επιρροή και ισχύ, μπορεί να καθορίσει αποφάσεις για άλλα κράτη μέλη όπως την Ελλάδα, χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη νομιμοποίηση και χωρίς να μπορεί να τιμωρηθεί μέσω της ψήφου των Ελλήνων πολιτών.
Πιθανόν η διαπίστωση αυτή να απηχεί για κάποιους ως θεωρητική επινόηση από κάποιο σεμινάριο πολιτικής, έχει όμως πολύ πραγματικές και συγκεκριμένες επιδράσεις σε πολλούς ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι εκφράζονται με απογοήτευση, πικρία και αποστροφή για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Είναι επομένως απολύτως δικαιολογημένη η διαπίστωση ενός ελλείμματος Δημοκρατίας στο ευρωπαϊκό θεσμικό οικοδόμημα , διότι η ίδια η ΕΕ αντιτίθεται σε σημαντικά σημεία προς τις αρχές μια κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Ειδικότερα:
1 Υπάρχει μόνο ένας ανεπαρκής διαχωρισμός μεταξύ της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να προβεί και να θεσπίσει νόμους με δική του πρωτοβουλία.
Μπορεί μόνο να αποφασίσει επί όσων ζητημάτων τίθενται και παρουσιάζονται από την Επιτροπή.
2. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – δηλαδή η εκτελεστική εξουσία – δεν αντανακλά τις πολιτικές πλειοψηφίες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά συγκροτείται από τις κυβερνήσεις των εθνών-κρατών . Έτσι, δημιουργείται μια εντελώς συγκεχυμένη εμφάνιση του κοινοβουλίου με συνεχώς μεταβαλλόμενες πλειοψηφίες. Δεν μπορεί να δημιουργηθεί μια αντιπολίτευση, η οποία θα απορροφούσε την κριτική της κοινής γνώμης για να την διοχετεύσει θεσμικά ούτε όμως μπορεί να προκύψει μια κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία
3 Ο πολιτικός προσανατολισμός της ευρωπαϊκής εκτελεστικής εξουσίας δεν μπορεί να καθοριστεί μέσω της εκλογής από τους ψηφοφόρους.
Έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα στο οποίο εκλέγονται τα μέλη του κοινοβουλίου, όμως ο Πρόεδρος καθορίζεται από τους Πρωθυπουργούς των χωρών.
4. Δεν υπάρχουν ίσες εκλογές. Η φωνή για παράδειγμα ενός πολίτη του Λουξεμβούργια μετράει δέκα φορές περισσότερο από την ψήφο ενός γερμανού ψηφοφόρου.
Κατά τον 19. αιώνα, καθόριζε το προσωπικό εισόδημα ενός ψηφοφόρου το βάρος της ψήφου του. Στην Ευρώπη του 21 αιώνα μετράει προφανώς περισσότερο η προέλευση
Στο παρελθόν, όταν η Ευρώπη ήταν περισσότερο ένα σύμβολο παρά ένας συγκεκριμένος και ισχυρός θεσμός, οι παραπάνω αδυναμίες έμεναν απαρατήρητες. Ακόμα και αργότερα, όταν η ενιαία οικονομία και το ενιαίο νόμισμα άνθιζαν , δεν υπήρχε προφανής λόγος για δράση .
Τώρα, όμως, εν μέσω της κρίσης, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από μακριά έχουν δραματικές επιπτώσεις για εκατομμύρια πολίτες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, φαίνονται, οι σοβαρές ελλείψεις.
Παρά ταύτα η ΕΕ παραμένει ικανή να δράσει.
Δυνατότητα δράσης διαθέτουν όμως και οι δικτατορίες. .
Ιδιαίτερα ανεπτυγμένα κοινωνικά συστήματά όπως αυτά της Ευρώπης μπορούν να διατηρήσουν τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα τους μόνο αν οι πολιτικές ηγεσίες τους αναζητούν συστηματικά την αποδοχή των πληθυσμών τους και εργάζονται με συνέπεια για αυτήν..
Στο πλαίσιο αυτό, το ευρωπαϊκό εγχείρημα βρίσκεται σήμερα σε ένα σταυροδρόμι: Είτε θα ακολουθήσει της νομισματικής και οικονομικής ένωσης, μια πολιτική ένωση – με όλες τις διαδικασίες συμμετοχής και εκπροσώπησης, καθώς και την συνακόλουθη απώλεια της εθνικής κυριαρχίας των κρατών, είτε θα υπάρξει αδιέξοδο .
Το τελευταίο θα σήμαινε δηλαδή μια ομαλή αποχώρηση, από την οργανωμένη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης καθώς και το κοινό νόμισμα.
Συνεπώς θα ακολουθούσε μια επανεθνικοποίηση της Ευρώπης και μάλιστα με χαοτικό τρόπο.
Μαυροζαχαράκης Μανόλης
Κοινωνιολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας