Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα στο πλάνο μου να περάσω το καλοκαίρι μου στο Γενικό Παναρκαδικό Νοσοκομείο Τρίπολης. Όμως όταν κάνεις σχέδια, ο διάβολος χαμογελά και σου φτιάχνει… πρόγραμμα. Από το μαύρο πρωινό στις 3 Ιουλίου, όταν από το τηλέφωνο μου μετέφεραν τα κακά μαντάτα. «Γιώργο, η μαμά σου, η θεία…». Εγκεφαλικό μέσα στη θάλασσα, πνιγμός και δύο ανακοπές.
Μετά την καθυστέρηση του ΕΚΑΒ που έκανε 25 λεπτά να φτάσει στην παραλία της Τουρλίδας, στην οποία δεν υπάρχει ναυαγοσώστης, και τη μεταφορά της στο νοσοκομείο στο Μεσολόγγι, ξεκίνησε η αναζήτηση για Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).
Δεν υπήρχε κρεβάτι στην Πάτρα, δεν υπήρχε στο Ρίο, δεν υπήρχε στα Γιάννενα, ούτε στην Αθήνα(!) και έτσι μετά από τέσσερις ώρες ταλαιπωρίας, που ίσως να στάθηκαν μοιραίες, μιας και η τελευταία ανακοπή συνέβη λίγο πριν μπει το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, καταλήξαμε στην Τρίπολη.
Για 47 μέρες η Μάνα πάλεψε και έκανε σε πολλούς εντύπωση το γεγονός ότι… επέμενε να μένει ζωντανή μετά από όλα αυτά που της είχαν συμβεί. Ακόμα και στους ίδιους τους γιατρούς στη ΜΕΘ. Όμως εγώ έμαθα και εσείς θα μάθετε αν συνεχίσετε να διαβάζετε αυτές της γραμμές.
Η διευθύντρια της ΜΕΘ η κ. Γκιγιόμ, η κ. Σπυροπούλου, ο κ. Παπακωστόπουλος (ο φίλος Σωτήρης), ο κ. Λαμπρόπουλος, αλλά και όλοι οι άλλοι γιατροί, νευρολόγοι, καρδιολόγοι, πνευμονολόγοι και φυσικά οι ηρωίδες νοσηλεύτριες που έδιναν μάχη καθημερινά.
Για να μην μακρηγορώ. 12.30 και 19:00 επισκεπτήριο και ενημέρωση από τους γιατρούς. Επικοινωνία 24 ώρες το 24ωρο με τηλέφωνο που ΠΑΝΤΑ απαντούσε κάποιος. Δεν κυνήγησα ΠΟΤΕ κανέναν. Δεν μου απέκρυψαν ΠΟΤΕ τίποτα. Και φυσικά, δεν μου ζήτησαν ΠΟΤΕ κάτι, όπως και από κανέναν άλλο.
Γιατροί με 10 και 11 εφημερίες τον μήνα, άυπνοι και καταβεβλημένοι, που πρέπει να σώζουν ζωές. Γιατί μέσα σε μία ΜΕΘ τα πράγματα είναι… άγρια. Το είδα, γιατί βρέθηκα εκεί και σε ώρες εκτός επισκεπτηρίου.
Στις 5.15 τα ξημερώματα της Τρίτης 19 Αυγούστου, η διευθύντρια η κ. Γκιγιόμ με πήρε τηλέφωνο για να μου πει με τρεμάμενη φωνή ότι η Ρηνούλα έφυγε. Και η δική της στεναχώρια, όσο και αν σας κάνει εντύπωση, απάλυνε τον δικό μου πόνο.
Στις 9.00 το πρωί πήγα στο νοσοκομείο για τα διαδικαστικά. Ήταν όλοι οι γιατροί εκεί. Όλοι, ακόμα και αυτοί που είχαν ρεπό! Για να μου δώσουν κουράγιο, για να μου που αντίο. Και κάπου εκεί κατάλαβα ότι όλον αυτόν τον καιρό, ήταν μια μάχη που δώσαμε όλοι μαζί. Άλλος με την ψυχή του, άλλος με την επιστήμη του.
Μια ζεστή αγκαλιά, μια χειραψία, ένα βλέμμα συμπόνιας και κατανόησης, μια καλή κουβέντα, ένα πικρό και συνάμα γλυκό χαμόγελο. Η Μάνα μου κατάλαβε ότι ήταν ώρα να φύγει, γιατί ήξερε ότι και η ίδια και ο γιος της ήταν σε καλά χέρια. Ήθελε να σιγουρευτεί, όπως άλλωστε έκανε πάντα.
Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά; Δεν είμαι σίγουρος. Ήταν το πιο περίεργο καλοκαίρι της ζωής μου και σίγουρα το πιο στενάχωρο. Όμως ήταν και ένα μάθημα ζωής που μέχρι τέλους μου έδωσε η Ρηνούλα..
Ήταν, όμως, και μια απόδειξη ότι στην Ελλάδα της μιζέριας, της μίζας και της λαμογιάς, υπάρχουν ακόμα αξίες. Και επειδή κάποιοι γιατροί, συνηθίζουν να απλώνουν το χέρι, πριν πιάσουν το νυστέρι, καλό γι αυτούς είναι να περάσουν μια μέρα από την ΜΕΘ του Παναρκαδικού. Έτσι για να πάρουν μαθήματα και να θυμηθούν τον όρκο που έδωσαν στον Ιπποκράτη…
*Ο Γιώργος Παπαδημητρόπουλος είναι αθλητικογράφος και εργάζεται στον ΓΑΥΡΟ και στο soccerplus.gr