Το άρθρο αυτό (για τα φαρμακεία) δημοσιεύθηκε στα Νέα τον Αυγουστο του 2010 (04/08/2010) Τέσσερα περίπου χρόνια μετά κυβέρνηση και τρόικα εξακολουθούν να μην βλέπουν τα ουσιώδη. Οι φαρμακοποιοί συνεχίζουν να έχουν φωνακλαδες εκπροσώπους κατώτερους των περιστάσεων, χωρίς το επιστημονικό κύρος που αρμόζει σε ένα σοβαρό κλάδο
Ηλίας Μόσιαλος – Φαρµακοποιοί και απελευθέρωση
Στο Μνηµόνιο προβλέπεται η απελευθέρωση του φαρµακευτικού επαγγέλµατος µε στόχο τη µείωση της φαρµακευτικής δαπάνης και του ποσοστού κέρδους των φαρµακοποιών. Παρά ταύτα, το άνοιγµα του επαγγέλµατος θα προσθέσει ακόµη περισσότερα φαρµακεία στην ήδη υπερφορτωµένη ελληνική αγορά (ενδεικτικά αναφέρω πως στην Ελλάδα αντιστοιχούν 96 φαρµακεία ανά 100.000 κατοίκους, ενώ σε χώρες πολύ πιο προηγµένες σε ζητήµατα ιατροφαρµακευτικής περίθαλψης αντιστοιχούν 45 φαρµακεία στους 100.000
κατοίκους στο Βέλγιο, 21 στην Γερµανία και µόλις 7 και 5 σε Δανία και Σουηδία αντίστοιχα). Επιπροσθέτως, το φαρµακευτικό επάγγελµα έχει ιδιαιτερότητες που το διαφοροποιούν από τα άλλα κλειστά επαγγέλµατα. Αυτές συνίστανται στο γεγονός ότι οι καταναλωτές δεν έχουν σηµαντικά κίνητρα για να ενδιαφερθούν για την τιµή των φαρµάκων, αφού η δαπάνη καλύπτεται, πολλές φορές κατά 100%, από το κράτος. Επιπλέον, οι φαρµακοποιοί δεν δύνανται να µειώσουν τις τιµές στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισµού, αφού αυτές ορίζονται από το υπουργείο Οικονοµίας. Εχουν όµως τη δυνατότητα, σε συνεννόηση µε τους γιατρούς, να προκαλέσουν τεχνητή ζήτηση, µε συνέπεια την υπερσυνταγογράφηση.
Αυτό συµβαίνει διότι η αµοιβή των φαρµακοποιών διαµορφώνεται σε ποσοστό 33% επί της χονδρικής και 25% επί της λιανικής τιµής των φαρµάκων. Τέλος, ενώ οι φαρµακοποιοί αποτελούν ένα υψηλά εκπαιδευµένο ανθρώπινο δυναµικό, καταλήγουν να εργάζονται κυρίως ως λιανικοί πωλητές. Ετσι, στον βαθµό που καλούνται να προσφέρουν συµβουλές, αυτό γίνεται ad hoc και όχι µε οργανωµένο και θεσµικά κατοχυρωµένο τρόπο σε ένα σύγχρονο σύστηµα πρωτοβάθµιας φροντίδας υγείας.
Ολα αυτά κάνουν σαφές πως αλλού, και όχι µόνο στο άνοιγµα, πρέπει να αναζητήσουµε τις λύσεις για τη βελτίωση των φαρµακευτικών υπηρεσιών. Με δεδοµένο το γεγονός ότι το 60% του κόστους των υπηρεσιών υγείας αντιστοιχεί σε µόλις 10% των ασθενών, είναι εµφανές πως εδώ υπάρχει µια ανησυχητική ανισορροπία. Το υψηλό ιατροφαρµακευτικό κόστος αφορά είτε ηλικιωµένους είτε ασθενείς µε πολλαπλά χρόνια νοσήµατα, ασθενείς που είναι ανήµποροι από µόνοι τους να κατανοήσουν το µέγεθος και το βάθος του προβλήµατος, τους οποίους θα µπορούσε να βοηθήσει ο φαρµακοποιός σύµβουλος και όχι ο φαρµακοποιός πωλητής. Επίσης, το 5% των εισαγωγών (για τους ηλικιωµένους το 10%) στα νοσοκοµεία οφείλεται στις παρενέργειες των υπερφορτωµένων µε φάρµακα ασθενών. Το 40% – 70% αυτών των παρενεργειών θα µπορούσε να αποφευχθεί.
Ο σύγχρονος φαρµακοποιός πρέπει να ελέγχει την καταλληλότητα της συνταγογράφησης, την ορθή χρήση των φαρµάκων και τη συµµόρφωση των ασθενών ως προς τη φαρµακευτική τους αγωγή. Αυτός ο αναπροσανατολισµός της προσφοράς του φαρµακοποιού δεν θα έχει µόνο οικονοµικό όφελος, αλλά θα συµβάλει και στη βελτίωση της υγείας των ασθενών, δηµιουργώντας ένα νέο ηθικό κλίµα γύρω από τη σχέση ασθενούς, γιατρών και φαρµακοποιών.
Στα νοσοκοµεία επίσης χρειάζεται να υπάρχουν θέσεις για κλινικούς φαρµακολόγους, που θα είναι γνώστες θεραπευτικών προσεγγίσεων και που σε συνεργασία µε τους γιατρούς θα µπορούν να προγραµµατίσουν θεραπευτικά πρωτόκολλα. Σήµερα µόνο ένα µικρό ποσοστό ασθενών έχει σαφείς οδηγίες για τον τρόπο που πρέπει να ακολουθήσει τη φαρµακευτική του αγωγή. Αυτή η απουσία επικοινωνίας και οδηγιών προς τους ασθενείς οδηγεί τους τελευταίους σε µικρή συµµόρφωση σχετικά µε την ενδεδειγµένη αγωγή. Ενδεικτικά αναφέρω πως σηµαντικό ποσοστό θανάτων από εµφράγµατα του µυοκαρδίου προέρχεται απ όσους έχουν εγκαταλείψει την αγωγή τους.
Ο εκσυγχρονισµός του φαρµακευτικού επαγγέλµατος προϋποθέτει επίσης συγχωνεύσεις των µικρών φαρµακευτικών επιχειρήσεων. Οι συγχωνεύσεις θα µειώσουν το λειτουργικό κόστος και θα συµβάλουν στη δηµιουργία µεσαίων επιχειρηµατικών µονάδων µε εύρος υπηρεσιών που θα υπερβαίνει τον σηµερινό, κυρίως λιανικό, χαρακτήρα των φαρµακείων. Στα πλαίσια αυτά, είναι δυνατόν να γίνει και αναπροσαρµογή της αµοιβής των φαρµακοποιών µε βάση µια πάγια αποζηµίωση ανά διακινούµενο φάρµακο και συνταγή.
Η µέθοδος αυτή έχει το πλεονέκτηµα ότι αποσυνδέει το κόστος της συνταγής από το κέρδος του φαρµακείου.
Συµπερασµατικά, η αναδιάρθρωση, η αναβάθµιση και ο εκσυγχρονισµός των φαρµακευτικών υπηρεσιών δεν αποτελούν ζήτηµα µιας απλής απελευθέρωσης, ούτε θέµα που άπτεται των αρµοδιοτήτων ενός υπουργείου.
Αντιθέτως, χρειάζεται η συνεχής και άµεση οριζόντια συνεργασία µεταξύ πολλών υπουργείων (Οικονοµίας, Οικονοµικών, Εργασίας και Υγείας) για να έχουµε και εξορθολογισµό των δαπανών αλλά και καλύτερες υπηρεσίες υγείας.