Η κρίση της οικονομικής λειτουργίας, της χαρακτηριστικής λειτουργίας του βιομηχανικού πολιτισμού, αποτελεί την άμεσα ορατή ένδειξη αποδόμησης του όλου συστήματος. Άρα βρισκόμαστε στην ιστορική καμπή της αλλαγής πολιτισμού […] συνεπώς, μοναδική ιστορική έξοδος από την παγκόσμια κρίση, είναι η ανατροπή και η αναδόμηση του συστήματος. Έχουν αναπτυχθεί πλέον οι τεχνικές προϋποθέσεις γι’ αυτήν […]. Ο ανθρωπολόγος Σωτήρης Δημητρίου, αναλύει την ελληνική και παγκόσμια οικονομική κρίση, συμμετέχοντας στην έρευνα που ξεκίνησε ακτιβιστικά η Κρυσταλία Πατούλη και δημοσιεύεται στο tvxs.gr από το 2010, με απαντήσεις προσώπων των γραμμάτων και των τεχνών στο ερώτημα: Ποιές αιτίες μας έφεραν ως εδώ, και κυρίως τί πρέπει να κάνουμε;*
“Για τον προσδιορισμό της συνεχιζόμενης -από το 2008- οικονομικής κρίσης και για την κοινωνικο-πολιτική σημασία της επικρατεί σύγχυση και ίσως συσκότηση, που δεν είναι καθόλου αθώα.
Την χαρακτήρισαν «περιοδική», «χρονία», «δομική» και «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Πρόκειται όμως για δομική και παγκόσμια κρίση του κοινωνικο-πολιτισμικού σχηματισμού, η οποία δεν ήλθε εξ΄ ουρανού.
Αντίθετα είχε προβλεφθεί από διαδοχικές επιστημονικές αναλύσεις που, τόσο αυτές όσο και οι αντιδράσεις για την πρόληψή της, έχουν δημοσιοποιηθεί αλλά σήμερα σκόπιμα αποσιωπούνται.
Για να σχηματίσουμε μια ολιστική εικόνα της κρίσης, μπορούμε να αντικρίσουμε την ανθρώπινη κοινωνία με όρους συστήματος.
Ο πληρέστερος τρόπος για την εξέτασή της είναι η συστημική ανάλυση. Δηλαδή, να θεωρήσουμε τον κοινωνικο-πολιτισμικό σχηματισμό ως σύστημα ανώτερης οργάνωσης, μεταβαλλόμενο και δυναμικό, που αναπτύσσεται αντλώντας ύλη/ενέργεια από τα κατώτερα συστήματα του περιβάλλοντος (βιολογικά, οικολογικά) και αποδίδοντας σ’ αυτά πληροφορία με τη μορφή διαχείρισης και μετασχηματισμού του.
Σύμφωνα με το πρίσμα αυτό, κοινωνική δομή είναι η οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων (συγγένειας, παραγωγής κ.ά.).
Κουλτούρα είναι οι λειτουργίες της δομής (λειτουργίες παραγωγής, ρύθμισης, αναπαραγωγής) και τα προϊόντα τους (πνευματικά και υλικά).
Δομή και κουλτούρα είναι αλληλένδετα.
Πολιτισμός είναι το θεσμοθετημένο από τον κυρίαρχο λόγο μέρος της κουλτούρας στις κοινωνίες με συγκεντρωτική εξουσία και που συμβιώνει με τις διάφορες υποκουλτούρες.
Η πορεία της μεταβολής του συστήματος, δηλαδή η κοινωνική εξέλιξη, χαρακτηρίζεται από τη συνεχή αύξηση του ελέγχου που ασκεί στη φύση και που σήμερα έχει φθάσει στο σημείο να διαχειρίζεται σφαίρες της πραγματικότητας που ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας:
την λιθόσφαιρα (με την ατομική και πυρηνική φυσική), τη βιόσφαιρα (με τη μοριακή βιολογία και το DNA) και τη στρατόσφαιρα (με τη διαστημική).
Η κοινωνική εξέλιξη, ως συνεχής μεταβολή της σχέσης του κοινωνικού συστήματος με το φυσικό περιβάλλον, συνοδεύεται από αντίστοιχη μεταβολή της εσωτερικής οργάνωσής του.
Εκφράζεται με ανάπτυξη της τεχνολογίας μαζί και της ατομικής δραστηριότητας, που την χειρίζεται, καθώς και με αναρρύθμιση της δομής του: αύξηση του καταμερισμού και οργάνωση των σχέσεων παραγωγής με ιεραρχημένες κοινωνικές τάξεις, δηλαδή με δομές εξουσίας.
Με το σχηματισμό κοινωνικών τάξεων αυξάνει ο έλεγχος στη φύση αλλά οι δομές εξουσίας εισάγουν τη βία και τις ρήξεις, γιατί η ανισότητα δεν μπορεί να επιβληθεί με κοινωνικό συμβόλαιο και με απλή συναίνεση.
Οι αντιφάσεις που αναδύονται στις σχέσεις παραγωγής προκαλούν την αναρρύθμιση της δομής. Έχουν διαλεκτικό χαρακτήρα γιατί προκύπτουν από την ανάπτυξη του συστήματος. Δηλαδή, όσο το σύστημα αναπτύσσεται, τόσο πλησιάζει στα όριά του και οδηγείται σε αναδόμηση.
Ας δούμε με ποιο τρόπο οι δομικές αντιφάσεις προκαλούν αναδόμηση του κοινωνικού συστήματος:
Πώς οδηγούν οι αντιφάσεις στην αναδόμηση; Ας εξετάσουμε την περίπτωση της φεουδαρχίας. Βασικό ρόλο στην αντίφαση που προκάλεσε την κρίση της, έπαιξε ο ίδιος ο μηχανισμός που εξασφάλιζε τη συντήρηση της μεγάλης γαιοκτησίας, η οποία αποτελούσε το θεμέλιο των σχέσεων παραγωγής.
Για τη συντήρησή της έπρεπε να την κληρονομήσει ο πρωτότοκος ώστε να μη τεμαχιστεί με τη διανομή της στους υστερότοκους γιους (έτσι ο Παπαρρηγόπουλος εξηγεί τις αιτίες που δημιούργησαν τις αρχαίες αποικίες) –αντίστοιχα, οι υστερότοκες κόρες κλείνονταν σε μοναστήρι.
Το αποτέλεσμα ήταν να στραφούν οι έκπτωτοι υστερότοκοι στην αναζήτηση νέας δραστηριότητας, αρχικά στην ιπποσύνη και αργότερα στο εμπόριο και στις τέχνες, διεκδικώντας το χαμένο μερίδιό τους.
Έτσι, έγιναν φορείς των νέων δυνατοτήτων αύξησης του ελέγχου του περιβάλλοντος και απέκτησαν πρωτεύοντα ρόλο στον κοινωνικό μετασχηματισμό, σχηματίζοντας την Τρίτη Τάξη.
Οι υστερότοκες κόρες, αντίστοιχα, αντέδρασαν με το μυστικισμό, όπως η Ζαν ντ΄ Αρκ αλλά διώχθηκαν από την Ιερά Εξέταση με το μαρτύριο της πυράς.
Η αντίφαση που προκάλεσε την κρίση της βιομηχανικής κοινωνίας πηγάζει επίσης από την ίδια την ανάπτυξη του μοντέλου και των σχέσεων παραγωγής.
Αν αντικριστεί με όρους συστήματος, η κοινωνία αυτή έχει στην είσοδο ύλη και ενέργεια από το περιβάλλον (καθώς και εργατική δύναμη) και στην έξοδο έχει αγαθά, απόβλητα και μετασχηματισμό του περιβάλλοντος.
Μεγάλο μέρος της ύλης / ενέργειας που εισάγεται στο κοινωνικό σύστημα δεν αναπαράγεται από τη φύση οπότε αυτή εξαντλείται, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με το γεωργικό μοντέλο όπου τα αντλούμενα για κατανάλωση φυτά και ζώα αναπαράγονται.
Τα ανάλογο συμβαίνει και με την έξοδο. Τα απόβλητα και τα πυρηνικά κατάλοιπα που δεν ανακυκλώνονται από τη φύση παραβιάζουν το περιβάλλον και το ρυπαίνουν.
Όσο αυξάνει η βιομηχανική παραγωγή, η είσοδος και η έξοδος πλησιάζουν στα όριά τους, δηλαδή, τόσο αυξάνουν ο κίνδυνος της εξάντλησης των φυσικών πόρων, αφενός, και ο κίνδυνος της ρύπανσης του περιβάλλοντος, αφετέρου.
Ας εξετάσουμε τις λειτουργίες του συστήματος. Αυτές διακρίνονται σε τρεις κύριες ομάδες. Στις λειτουργίες: 1) της παραγωγής, 2) της αναπαραγωγής (παιδεία, τελέσεις, τέχνη) και 3) της αυτορρύθμισης (πρόνοια, δίκαιο).
Οι πρώτες διέπονται από το βιομηχανικό μοντέλο παραγωγής, το οποίο παρουσιάζει μια σημαντική ιδιορρυθμία:
Ενώ στο γεωργικό μοντέλο ο κύκλος επένδυσης στην παραγωγή διεξάγεται μια φορά το χρόνο και σε ορισμένη έκταση, κάποτε μάλιστα με ρίσκο –εξαιτίας ανομβρίας κ.ά.- το βιομηχανικό μοντέλο, που στηρίζεται στην τεχνολογία της μηχανής, έχει την ικανότητα να διεξάγει απεριόριστους κύκλους παραγωγής και σε ευρύτερη έκταση.
Χάρη στη μηχανή, ο ρυθμός παραγωγής αυξάνει με την πύκνωση των κύκλων της, καθώς και με τη μαζική παραγωγή. Το κέρδος κάθε κύκλου προστίθεται στην επένδυση του επόμενου, αντί να σπαταλιέται σε άλλες επιδιώξεις.
Στο γεωργικό μοντέλο το κέρδος αποθηκεύεται, δεν επενδύεται για να φέρει νέο κέρδος, γιατί δεν υπάρχει δυνατότητα για νέο κύκλο παραγωγής στην ίδια χρονιά ούτε για διεύρυνσή της χωρίς συγκρούσεις αφού η γαιοκτησία είναι δεδομένη.
Η συνεχής αύξησης του ρυθμού της βιομηχανικής παραγωγής, που επιφέρει η διαδοχική επένδυση του κέρδους, θεωρείται ως το βασικό γνώρισμα του καπιταλισμού, κριτήριο της επιβίωσής του.
Με άλλα λόγια, στο γεωργικό μοντέλο το κεφάλαιο παράγεται από τη γη μέσα από τον ετήσιο κύκλο της αναπαραγωγής της, ενώ στο βιομηχανικό μοντέλο το κεφάλαιο παράγεται από το κεφάλαιο μέσα από τη μαζικοποίηση ή από τους απεριόριστους κύκλους παραγωγής της μηχανής –δηλαδή, το κεφάλαιο παράγει κεφάλαιο.
Κύριες συνέπειες αυτής της αύξησης είναι οι εξής:
α) Η εγγενής τάση συσσώρευσης του κεφαλαίου (μονοπώλια, τραστ).
β) Η εγγενής τάση επέκτασης σε άλλες χώρες και σε άλλους κοινωνικούς τομείς (τέχνη, τουρισμός, αθλητισμός, ελεύθερος χρόνος) – εμπορευματοποίηση των πάντων.
γ) Η επικράτηση του χρήματος ως μοναδικής αξίας πάνω σε όλες τις άλλες αξίες [(π.χ. το εμπόριο] (π.χ. το εμπόριο θρησκευτικών εικόνων).
δ) Ο φιλελευθερισμός, η χωρίς πολιτικούς περιορισμούς διακίνηση του κεφαλαίου στη μαζική παραγωγή και διανομή των προϊόντων του στην αγορά.
ε) Ο προσδιορισμός της γης, της ανθρώπινης εργασίας και γενικότερα της κοινωνικής λειτουργίας από τις διακυμάνσεις των τιμών, αυτό που ονομάζεται αυτορρύθμιση της αγοράς (Polanyi 1944:68).
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε κάτι που είναι υποτιμημένο από τις κοινωνικές αναλύσεις και έρευνες: Την επίδραση των κοινωνικο-ιστορικών όρων στη διαμόρφωση του ψυχισμού.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιρροή των ιστορικών και κοινωνικών όρων στη διαμόρφωση της ψυχολογίας των ανθρώπων διαμέσου της κουλτούρας. Πιο συγκεκριμένα, ενδιαφέρει η ισχυρή επίδραση που ασκεί το χρήμα στην ατομική ψυχολογία.
Σύμφωνα με τον ορθολογισμό του κυρίαρχου λόγου της Δύσης, τα υλικά αντικείμενα είναι απολύτως ξένα και ουδέτερα για τον άνθρωπο, χωρίς καμιά συναισθηματική σχέση ή επιρροή επάνω του. Δεν αποτελούν γι’ αυτόν ένα «εσύ», όπως συμβαίνει με τον παραδοσιακό ανιμισμό, αλλά ένα «αυτό» (Frankfort 1959:242).
Η νεωτερικότητα πολέμησε τον ανιμισμό. Η θέση της αυτή δημιούργησε το θεωρητικό πρόβλημα τού πώς είναι δυνατόν η νόηση να συλλάβει τον αντικειμενικό κόσμο, αφού αυτός είναι εντελώς ξένος προς αυτήν, πρόβλημα το οποίο ταλαιπώρησε το μεγαλύτερο μέρος της φιλοσοφίας (Passmore 1968).
Αντίθετα όμως προς αυτό, η ανθρωπολογία έδειξε ότι τα αντικείμενα είναι ομοίως κοινωνικοποιημένα και στη Δυτική κοινωνία, και ότι ο ψυχισμός, στον οποίο περιλαμβάνεται και η νόηση, συνάπτει στενούς δεσμούς με αυτά, σαν μέρος της προσωπικότητας –από τα κειμήλια και τα φυλαχτά μέχρι το αυτοκίνητο- σε βαθμό που η απώλεια του υλικού πλούτου να οδηγεί στην αυτοκτονία.
Το χρήμα ιδιαίτερα, ως έκφραση του πλούτου, συνδέεται με το κεντρικό ψυχολογικό κίνητρο της ατομικής δραστηριότητας, τη δύναμη, όπως έδειξε ο G. Simmel.
Στο γεωργικό μοντέλο, η σύνδεση του χρήματος με τη δύναμη, είτε αυτό μένει κλεισμένο στο σεντούκι είτε προβάλλεται στις πελατειακές σχέσεις, προσδιορίζει το status, μια σταθερή θέση του κατόχου του στην κοινωνική ιεραρχία.
Στο βιομηχανικό μοντέλο, όμως, όπου το χρήμα γεννάει χρήμα, αυτή η σύνδεση προσδιορίζει μια δυναμική θέση του ατόμου στην κοινωνία, τη συνεχή άνοδο του status στην ιεραρχία, την αύξηση της «δύναμης επί».
Αποτέλεσμα αυτού είναι, αφενός, να μετατρέπεται σε πάθος το κυνήγι αύξησης του χρήματος, διαμέσου της αύξησης του ρυθμού παραγωγής και, αντίστροφα, η κατοχή χρήματος να προκαλεί τον πυρετό της επένδυσής του, για να φέρει νέα κέρδη. Πρόκειται για την ψυχολογία του τζόγου, που μαζί με τα τυχερά παιχνίδια, καθώς επίσης και με τη φτώχεια και την ανεργία είναι χαρακτηριστικά φαινόμενα της βιομηχανικής κοινωνίας.
Οι συνέπειες του ιδιαίτερα σημαντικού αυτού φαινομένου θα μας απασχολήσουν πιο κάτω.
Η υπέρβαση των ορίων του συστήματος, εκτός από εκείνη της εισόδου και της εξόδου του οφείλεται στην ανάπτυξη των αντιφάσεών που πηγάζουν από τους βασικούς όρους του βιομηχανικού μοντέλου:
α) της αύξησης του ρυθμού παραγωγής
και β) της ανταγωνιστικότητας –είναι κοινά γνωστό ότι η βιομηχανική κοινωνία ονομάστηκε κοινωνία του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Για να αυξηθεί το κέρδος πρέπει να αυξηθεί ο ρυθμός παραγωγής, όπως είδαμε πιο πάνω, αλλά και ο ανταγωνισμός στα παραγόμενα προϊόντα. Και οι δύο αυτοί όροι υλοποιούνται με βάση 1) την ανάπτυξη της τεχνολογίας της μηχανής και 2) Την οργάνωση της εργασίας. Η ανάπτυξη της οργάνωσης της εργασίας οδήγησε στο φορντισμό και η ανάπτυξη της τεχνολογίας οδήγησε στον αυτοματισμό.
Όμως, με την εισαγωγή του αυτοματισμού προκαλούνται απολύσεις (το 1978 ένα ρομπότ συγκόλλησης αντικαθιστούσε 30 εργάτες στη Citroen), άρα αυξάνει το σταθερό κεφάλαιο (μηχανές κ.ά.) και μειώνεται το μεταβλητό (εργατικό προσωπικό), συνεπώς, αυξάνει η ανεργία (το γνωστό πρόβλημα των ¾, δηλαδή η πρόβλεψη, γύρω στα 1980, ότι στους 4 εργαζόμενους μόνο οι 3 θα έχουν δουλειά).
Αυτό που προέκυπτε από την ανεργία, αλλά όχι άμεσα ορατό, ήταν η πτώση της κατανάλωσης. Η πτώση αυτή προκλήθηκε και από έναν άλλο λόγο. Από την ίδια την αύξηση του ρυθμού της βιομηχανικής παραγωγής, η οποία οδηγούσε αναπόφευκτα στον κορεσμό της αγοράς, παρά την αντιμετώπισή της από το σύστημα με την καλλιέργεια περιττών αναγκών.
Προϊόν της προηγούμενης, είναι η δημιουργία μιας νέας αντίφασης, που αφορά το μηχανισμό παραγωγής του κέρδους.
Ξέρουμε, από τον Μαρξ, ότι το κεφάλαιο αποτελείται από δύο μέρη: 1) το σταθερό, που είναι οι μηχανές και οι εγκαταστάσεις, και 2) το μεταβλητό, που είναι οι άνθρωποι της μισθωτής εργασίας, και ότι το κέρδος παράγεται από το μεταβλητό κεφάλαιο ως υπεραξία.
Ξέρουμε ακόμα ότι βασικός όρος της βιομηχανικής παραγωγής, συνδεόμενος με την ανταγωνιστικότητα, είναι και η συνεχής βελτίωση του σταθερού κεφαλαίου: αυτοματισμός, ηλεκτρονική τεχνολογία. Αλλά, μείωση του εργατικού δυναμικού συνεπάγεται μείωση του κέρδους, αφού από αυτό βγαίνει η υπεραξία.
Ταυτόχρονα, η αύξηση της ανεργίας λόγω του αυτοματισμού, μειώνει με τη σειρά της το ύψος της κατανάλωσης, προσβάλλοντας την έξοδο του συστήματος, και το ίδιο το κοινωνικό σύστημα δημιουργώντας στρώματα ανεργίας και περιθωρίου.
Απόρροια της προηγούμενης αντίφασης είναι να εκδηλωθεί σε οργανωμένη μορφή η σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας με τη συγκρότηση των συνδικάτων.
Οι εργάτες αντιδρούν στην πίεση που υφίστανται για την αύξηση της υπερξίας-κέρδους με δύο τρόπους αλληλένδετους, ρητό και άρρητο:
Ο πρώτος, ο ρητός, αφορά τους απεργιακούς αγώνες για διεκδικήσεις, οικονομικές και ασφάλισης. Μέσα από κοινωνικούς αγώνες το σύστημα αναγκάστηκε να συστήσει το κοινωνικό κράτος, με αποτέλεσμα τη μείωση του βιομηχανικού κέρδους.
Ο δεύτερος τρόπος αντίδρασης αφορά την άρση της συναίνεσης, τη λούφα των εργαζομένων.
Άλλη μια αντίφαση συνδέεται με την αναρχία της αγοράς. Ξέρουμε ότι οι βιομηχανικές μονάδες είναι ορθολογικές στο εσωτερικό τους και στηρίζονται στην επιστήμη, ενώ εξαιτίας της ανταγωνιστικότητας, στο σύνολό τους γίνονται ανορθολογικές και οδηγούν στο τυχαίο της αγοράς.
Με άλλα λόγια, η πίεση για αύξηση του κέρδους δεν ενδιαφέρεται για τις συνέπειες της δραστηριότητάς της στις άλλες επιχειρήσεις και, γενικά, στην κοινωνία.
Η μείωση της ομοιοστασίας, δηλαδή της έλλειψης προστασίας των αδύνατων κρίκων της κοινωνίας που προκαλείται από αυτό, συνιστά πρωταρχικό γνώρισμα του φιλελευθερισμού και οδηγεί στη διόγκωση της ανεργίας και της φτώχειας, βασικό χαρακτηριστικό της βιομηχανικής κοινωνίας, όπως αναφέρθηκε.
Από τη μια πλευρά, η μείωση της ομοιοστασίας ευνοεί την αύξηση του ρυθμού παραγωγής με εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης αλλά, από την άλλη, οξύνει τις ταξικές αντιθέσεις. Όμως. η αύξηση του ρυθμού παραγωγής, που είναι μοχλός του βιομηχανικού μοντέλου, προκαλεί νέα αντίφαση μειώνοντας το ύψος της κατανάλωσης. Το αποτέλεσμα των αντιφάσεων αυτών είναι η εκδήλωση περιοδικών κρίσεων με πιο έντονη την κρίση του 1929.
Στην περίπτωση αυτή η λύση δόθηκε με την επιβολή περιορισμών στον φιλελευθερισμό, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και το κοινωνικό κράτος, είτε διαμέσου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και δικτατορίας (Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ρουμανία) είτε διαμέσου κρατικής παρέμβασης στην οικονομία (πρόγραμμα Keynes κ.ά.). Η λύση αυτή, εξαιτίας των δικτατοριών, δεν μπόρεσε να αποφύγει τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο.
Η ισορροπία αποκαταστάθηκε μετά τον πόλεμο, όπως και με τις προηγούμενες περιοδικές κρίσεις, αλλά στο διάστημα αυτό συντελέστηκε άλλο ένα βήμα στην πορεία συσσώρευσης και επέκτασης του κεφαλαίου. Όπως ήταν επόμενο, στην περίοδο της κοινωνίας της κατανάλωσης, που επακολούθησε, συνεχίστηκαν οι αντιφάσεις του συστήματος, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα πλέον.
Οι νέοι κλυδωνισμοί του συστήματος άρχισαν να γίνονται αισθητοί στην πολιτισμική σφαίρα.
Πρελούντιο της κοινωνικο-πολιτισμικής μεταδόμησης, που εκδηλώθηκε πριν την οικονομική κρίση, ήταν ο Μάης του ’68. Καταπνίγηκε, όμως από το συντηρητισμό και αναβίωσε πιο έντονη η αντίδραση.
Οι νέοι επιστημονικοί κλάδοι που ανέβλυσαν στη σύντομη εκείνη πνευματική άνοιξη, η κυβερνητική, η βιονική, η ευρετική, η σημειωτική, κ.ά., έμειναν εκτός πανεπιστημιακής έδρας ή έσβησαν. Έσβησε επίσης και ο άνεμος αλλαγής που φύσηξε στις άλλες επιστήμες.
Στο μεταξύ, στη σφαίρα της οικονομίας άρχισε να κλονίζεται η βασική αρχή ότι «το κέρδος φέρνει νέο κέρδος μέσα από την αύξηση της παραγωγής», γιατί εμφανίστηκε κορεσμός της ζήτησης.
Μετά την αποκατάσταση της ισορροπίας και την κοινωνία της κατανάλωσης η απειλή της κρίσης έγινε ορατή, όπως άλλωστε αναμενόταν.
Στα 1971 o Πεκέι, πρόεδρος της ΦΙΑΤ και καθηγητής της οικονομίας, προβληματίζεται από το γεγονός ότι, ενώ ανέβαινε ο τζίρος, έπεφτε το κέρδος, παραβιάζοντας τους νόμους της κλασικής οικονομίας.
Το παράδοξο αυτό για την κλασική οικονομία έγινε μόνιμη κατάσταση και είναι γνωστό ως αρχή της μεγιστοποίησης.
Ανησυχώντας για τη σημασία του ο Πεκέι, συνέστησε τη Λέσχη της Ρώμης, επιστημονική ομάδα που ενδιαφέρθηκε για την πορεία της οικονομίας και η οποία ανέθεσε στους Μeadows και άλλους ειδικούς από το ΜΙΤ τη μελέτη του προβλήματος.
Η ομάδα αυτή των 17 επιστημόνων έκανε συστημική ανάλυση στους Η/Υ, με διάφορα προγράμματα, με βάση το σύνολο των στατιστικών στοιχείων που συνέλεξε για τον πλανήτη. Όταν είδαν τα εξαγόμενα τρόμαξαν, γιατί προέκυπτε απειλή παγκόσμιας κρίσης από υπέρβαση των ορίων του βιομηχανικού συστήματος, άρα απειλή δομικής κρίσης.
Διαπίστωσαν ότι κύριοι παράγοντες της κρίσης ήταν:
α) η εξάντληση των φυσικών πόρων,
β) η μόλυνση του περιβάλλοντος,
γ) η συνεχής αύξηση του ρυθμού της βιομηχανικής παραγωγής
και δ) η δημογραφική έκρηξη.
Το 1972 γνωστοποιούν στους ηγέτες των βιομηχανικών χωρών το αποτέλεσμα της μελέτης, προειδοποιώντας για την πρόκληση κοινωνικών αναταραχών και συνιστούν να ληφθούν ορισμένα μέτρα, με πρώτο τον περιορισμό της ψαλίδας ανάμεσα στις πλούσιες και στις φτωχές χώρες, κυρίως τις αφρικανικές.
Φυσικά, οι ηγέτες της Δύσης αγνόησαν τη μελέτη, αλλά το 1973, όταν εκδηλώθηκε η πετρελαϊκή κρίση, ο Κίσιγκερ την ανέσυρε και ανέθεσε σε μεγαλύτερη ομάδα επιστημόνων, υπό τους Pestel & Messarovic, να την επαναλάβει.
Η νέα μελέτη επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα της προηγούμενης, οπότε, με πρωτοβουλία του Κίσιγκερ η ηγεσία της Δύσης επιδίωξε να λάβει ορισμένα μέτρα. Ένα από αυτά ήταν ο έλεγχος των γεννήσεων για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, διαμέσου του ΟΗΕ.
Η προσπάθειά τους, όμως, απέτυχε εντελώς και η δημογραφική αύξηση εντάθηκε αντί να μειωθεί, επειδή οι πληθυσμοί που υφίσταντο την οικονομική πίεση αντιδρούσαν με αύξηση της τεκνοποίησης για εξασφάλιση της επιβίωσης, όπως διεπίστωσαν οι ανθρωπολόγοι (Polgar κ.ά.).
Το άλλο μέτρο ήταν η κατά εξάμηνο περιοδική Σύνοδος πλουσίων και φτωχών χωρών με σκοπό τη μείωση του μεταξύ τους οικονομικού ανοίγματος, της ψαλίδας. Στα 1978, στην τελευταία Σύνοδο, που έγινε στο Ναϊρόμπι, η Δύση δίνει τέλος στις συναντήσεις αυτές, λόγω ανησυχιών για την χρεοκοπία της Αγγλίας, στρέφεται στο ο σώζων εαυτόν σωθείτω και στη λεηλασία της Αφρικής.
Το 1980 υιοθετείται το μοντέλο του νεοφιλελευθερισμού, που πρότεινε ο Φρίντμαν, καθηγητής στο Σικάγο και σε επόμενη φάση ακολουθεί η λεηλασία της Λατινικής Αμερικής.
Τα παραπάνω μέτρα είναι γνωστά και οι μελέτες έχουν δημοσιευθεί, καθώς και άλλες οκτώ, ακόμα πιο εκτεταμένες, που όλες επιβεβαίωναν την επερχόμενη κρίση, με τελευταία τη μελέτη του 1992, μεταφρασμένη και στα ελληνικά, σύμφωνα με την οποία «… το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, όπως είναι δομημένο, …έχει υπερακοντίσει τα όριά του και οδεύει προς την κατάρρευση, άρα θα πρέπει να υποστεί αναδόμηση» (Meadows et al. 1999:192). H πρόβλεψη αυτή ενοχλούσε, γι’ αυτό δέχτηκαν έντονη κριτική.
Μια σοβαρή σύγχυση που έγινε, είναι ότι η ύφεση του 2008 παρομοιάστηκε με την κρίση του 1929. Αλλά η κρίση του ‘29 εντάσσεται στις περιοδικές κρίσεις που εκδηλώνονται ανά 25 χρόνια και που είχαν μελετηθεί από πολλούς, ιδιαίτερα από τον Κοντράγιεφ, ως κρίσεις αναδόμησης του συστήματος.
Το αδιάψευστο γεγονός, εντούτοις, είναι ότι οι προβλέψεις των μελετών επαληθεύτηκαν. Αρχικά είχαν εκτιμήσει την κρίση του συστήματος για το 2040. Αλλά η στροφή στο νεοφιλελευθερισμό επιτάχυνε τις διαδικασίες της κατάρρευσης, ώστε οι τελευταίες εκθέσεις υπολόγισαν την εκδήλωσή της για το 2010.
Το παγκόσμιο Συνέδριο που έγινε από γεωφυσικούς και οικολόγους, οι οποίοι είχαν ανησυχήσει από το 1974 για τη ρύπανση του πλανήτη, πρόβλεψε, με ανεξάρτητο τρόπο, επίσης για το 2010 την εκδήλωση της οικολογικής κρίσης.
Ο ίδιος ο εμπνευστής του νεοφιλελευθερισμού, ο Φρίντμαν, διατύπωσε στο Πεντάγωνο το 2003 τις ανησυχίες του για την έκβαση.
Γύρω στα 2000, απόρρητη έκθεση της Επιτροπής τραπεζικού ελέγχου διατύπωνε φόβους για ντόμινο των τραπεζών λόγω κινδύνου χρεωκοπίας της Βραζιλίας. Μπαίνοντας στον 21ο αιώνα, η χρονολογία της κρίσης προβλέφθηκε για το 2008. Παράλληλα, πολλοί οικονομολόγοι –Γκαλμπράϊτ, Σόρος κ.ά.- έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου. Τελικά, η κρίση εκδηλώθηκε όπως είχε προβλεφθεί, στο 2008.
Κατά τη συνάντησή τους στο Κιότο, τον Αύγουστο του 2008, οι G7 απεφάσισαν να ανακοινώσουν ότι επέρχεται ύφεση, όχι όμως δομική. Την ανακοίνωσαν για να επηρεάσουν την κοινή γνώμη πριν την εκδήλωσή της, η οποία έγινε μετά από δύο μήνες με την κατάρρευση της Lehman Brs.
Τον Οκτώμβριο του 2008, μετά τη χρεωκοπία της Lehman Brs, το Ευρωγκρούπ συνέστησε στα κράτη-μέλη του, την αύξηση των μέτρων καταστολής από τον κίνδυνο κοινωνικών ταραχών, όπως είχαν προβλέψει οι μελέτες. Τα γεγονότα με τη δολοφονία του Αλέξη Γεωργόπουλου, που ξέσπασαν το Δεκέμβριο του 2008, θεωρήθηκαν από tον Σαρκοζί ως έναρξη τέτοιων ταραχών.
Παρόλο που ζούμε στην εποχή ακμής της επικοινωνίας και της πληροφόρησης αποκρύπτονται συστηματικά οι μελέτες που ανέλυσαν και πρόβλεψαν την κρίση, οι διαδικασίες για την αντιμετώπισή της επί 40 χρόνια και ότι ο χαρακτήρας της είναι δομικός.
Η κρίση παρουσιάστηκε σαν κάτι από το πουθενά, σαν ένα ατύχημα που θα ξεπεραστεί με την ανάκαμψη.
Σχετικά με την εξάντληση των φυσικών πόρων και τη ρύπανση του περιβάλλοντος αδυνατούν ακόμα να συμφωνήσουν σε λύση, παρά τη συνεχή επιδείνωση της οικολογικής ισορροπίας και τις επικλήσεις των γεωφυσικών και των οικολόγων.
Στην έκθεση της UNEP (υπηρεσίας του ΟΗΕ) από το 2000 έως το 2012 οι εκπομπές ρύπων έχουν ευξηθεί κατά 20% («Αυγή» 22/11/12, σελ. 23), για τη μείωση, όμως, του ρυθμού της βιομηχανικής ανάπτυξης, που είναι η βασική πηγή του προβλήματος, αδιαφόρησαν εντελώς, δεδομένου ότι τη θεωρούν ως το λόγο ύπαρξης του συστήματος. Αντίθετα, προσανατολίστηκαν προς:
Τη δυνατότητα να διευρύνουν τις δραστηριότητές τους οι τράπεζες και σε άλλους τομείς (Ρήγκαν).
Τη νομική ελευθερία να ξεπερνά το κεφάλαιο τα εθνικά όρια και να επενδύεται σε χώρες με χαμηλούς μισθούς, τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, με την οποία ικανοποιούσε την τάση της επέκτασης του κεφαλαίου και διατηρούσε την υπεραξία σε υψηλό ποσοστό.
Για τον ίδιο σκοπό δοκιμάστηκαν και άλλες λύσεις:
Η έκπτωση της οργάνωσης της εργασίας, δηλαδή του φορντισμού, και αντικατάστασή του με το φασόν, τη διασπορά των μονάδων παραγωγής κ.ά. για την αύξηση της υπεραξίας.
Η εξαγορά των επιχειρήσεων ή και η συγχώνευσή τους σε μονοπώλια, με την οποία ικανοποιούσε την τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου.
Η επίθεση στο σύστημα υγείας και στην Παιδεία(Πινοσέτ, Θάτσερ) και στις συλλογικές συμμβάσεις.
Εκτός αυτών, ο νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποίησε και πολλούς τρόπους έξαρσης της ατομοκρατίας (Θάτσερ) και διάλυσης του κοινωνικού ιστού για να αντιδράσει σε μιαν άλλη σημαντική αντιφασή του, η οποία προέκυπτε από το ότι, για να εξυπηρετήσει την αύξηση της μαζικής παραγωγής αναγκαζόταν να προβαίνει σε μεγάλες συγκεντρώσεις εργατών προάγοντας έτσι το αίσθημα της ταξικής συνείδησης και της αντίστασής τους.
Με την αύξηση της επέκτασης και της συσσώρευσης, η κρίση επιδεινώθηκε γιατί δημιουργούνταν νέα προβλήματα. Για παράδειγμα, από τις συγχωνεύσεις προέκυπτε αύξηση των εγκαταστάσεων, άρα και του κόστους.
Το κύριο, όμως, πρόβλημα ήταν η συνεχιζόμενη μείωση της κατανάλωσης εξαιτίας της μείωσης των μισθών και της ανεργίας, αφενός, και της υπερπαραγωγής αφετέρου. Αυτοί οι δύο παράγοντες, ο κορεσμός της κατανάλωσης και η υπερπαραγωγή έκαναν προβληματική, κάποτε και επιζήμια, την επένδυση των κεφαλαίων στη βιομηχανία.
Άμεσο αποτέλεσμα από τον περιορισμό των επενδύσεων ήταν η πτώση της αύξησης του ρυθμού παραγωγής άρχισε να παίρνει αρνητικό πρόσημο, με κατάληξη να βρισκόμαστε σήμερα στο στάδιο της αποβιομηχανοποίησης και στο να μιλούν οι G7 για το χαμένο όνειρο της ανάπτυξης.
Μια εικόνα της πτώσης του ρυθμού αύξησης της παραγωγής δίνεται στον παρακάτω πίνακα στον οποίο η βιομηχανική παραγωγή εκφράζεται σε ποσοστό του ΑΕΠ (πηγή: World Bank).
1982 / 2010 / Διαφορά
Αργεντινή 41 26 -15
Αυστρία 35 29 -6
Βέλγιο 33 22 -11
Βουλγαρία 58 31 -17
Κίνα 45 47 +2
Δανία 26 22 -4
Φινλανδία 37 29 -8
Γαλλία 30 19 -11
Γερμανία 40 28 -12
Ουγγαρία 47 31 -16
Ινδία 25 26 +1
Ιρλανδία 35 32 -3
Κορέα 37 39 +2
Ολλανδία 32 24 -8
Πολωνία 40 (1992) 32 -8
Πορτγαλία 30 23 -7
Ρουμανία 55 25 -30
Ρωσία 43 (1992) 37 -4
Ισπανία 35 26 -9
Ιταλία 36 25 -11
Τουρκία 28 27 -1
Ιαπωνία 38 27 -11
Βρετανία 40 22 -18
ΗΠΑ 33 20 -13
Ελλάδα 25 12 -13
Η αποβιομηχανοποίηση είναι το μεγάλο και παγκόσμιο φαινόμενο-εφιάλτης σήμερα. Δεδομένου ότι το ΑΕΠ βρίσκεται επίσης σε πτώση, η αποβιομηχανοποίηση είναι, σε απόλυτο μέγεθος, ακόμα μεγαλύτερη. Στην Αγγλία έπεσε κατά 10% στο διάστημα 2008-12. Μετά το 2010 άρχισε και στην Κίνα η αποβιομηχανοποίηση και ο ρυθμός παραγωγής έπεσε από το 12% στο 7,5%.
Αντίθετα, η Ισλανδία που απαγκιστρώθηκε από το ΔΝΤ έχει σήμερα (2013) ρυθμό αύξησης της παραγωγής +4,5. Οι ακμαίες οικονομικά Γερμανία και Αυστρία έχουν αντίστοιχα +0,7% και +0.5%, αντί του +2.0%. Η Ελλάδα έχει -7.5%.
Τα κεφάλαια περιόρισαν τις επενδύσεις τους στη βιομηχανική παραγωγή, η οποία γινόταν ασύμφορη, και άρχισαν να συσσωρεύονται ανενεργά, σχηματίζοντας τα λεγόμενα «λιμνάζοντα κεφάλαια».
Στα 2000 τα λιμνάζοντα ήταν 20πλάσια των κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί στη βιομηχανική παραγωγή –σήμερα είναι πολύ περισσότερο αυξημένα.
Η δυναμική του χρήματος να φέρνει νέο χρήμα και ο πυρετός για επένδυση που τη συνοδεύει, όπως αναφέρθηκε, άσκησαν ισχυρή πίεση για επενδύσεις σε άλλους μη παραγωγικούς σκοπούς.
Δεδομένου ότι η καταλήστευση των άλλων ηπείρων, σε συνδυασμό με την άγραφη αρχή της αποικιοκρατίας να απαγορεύεται η βιομηχανοποίηση στις εξαρτημένες χώρες, άρχισε να περιορίζεται, αλλού εξαιτίας της εξάντλησης αυτών των χωρών και αλλού εξαιτίας της αντίστασής τους (Λατινική Αμερική), οι πλέον πρόσφορες διέξοδοι που διαμορφώθηκαν για την κίνηση του κεφαλαίου ήταν δύο, ξέχωρες ή σε συνδυασμό:
Η μια προς την κατάληψη του δημόσιου τομέα και η άλλη προς στους δανεισμούς-τοκογλυφία και στη σπέκουλα.
Στα 2000 ο καπιταλισμός μετονομάστηκε σε καπιταλισμό της σπέκουλας και οι διακινήσεις του κεφαλαίου μετονομάστηκαν σε «αγορές». Λέγεται ότι στις αγορές έχουν συγκεντρωθεί 840 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η πρώτη διέξοδος που ξεκίνησε, διαμέσου του ΔΝΤ, με τα προγράμματα ανάπτυξης και τον ονομαζόμενο εκσυγχρονισμό των χωρών του Τρίτου Κόσμου, σε συνδυασμό με το βίαιο δανεισμό των χωρών αυτών, μετά την εξάντλησή τους, όπως αναφέρθηκε, στράφηκε στις αναπτυγμένες χώρες (κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων στην Αγγλία).
Η διαδικασία αυτή επιδείνωσε περισσότερο το πρόβλημα, γιατί η λεηλασία του δημοσίου προκάλεσε πτώση της αγοράς αγαθών, και επιδείνωσε την αποβιομηχανοποίηση.
Η άλλη διέξοδος, που άρχισε να εφαρμόζεται από την Αργεντινή και σε μας από την εποχή του Σημίτη, η πολιτική της λιτότητας, ακολουθούσε την παλιά συνταγή, τη μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου, αυτή ακριβώς που όπως είδαμε αποτελούσε έναν από τους βασικότερους παράγοντες της κρίσης.
Η παράλογη εμμονή στη λιτότητα οφείλεται σε πολλούς λόγους: αντίθεση στην πολιτική του Keynes ή στροφή στην αισχροκέρδεια.
Έχοντας επίγνωση για την τάση της αποβιομηχανοποίησης, και απειλή της κατάρρευσης, το σύστημα δοκίμασε τις εξής λύσεις:
Απελευθέρωση του κεφαλαίου από τον έλεγχο του κράτους.
Απελευθέρωση του εμπορίου από τους υπάρχοντες φραγμούς και, κατά συνέπεια, αντικατάσταση των πολιτικών από οικονομολόγους, υπαλλήλους των «αγορών».
Επένδυση σε χώρες με φτηνό μεροκάματο. Αυτό ήταν και το βασικό χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης. Είχε όμως σαν αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας στις μητροπόλεις.
Ληστρική εκμετάλλευση του Τρίτου κόσμου, διαμέσου του ΔΝΤ, σε συνδυασμό με την εφαρμογή ανορθόδοξων μεθόδων και με διάδοση της διαφθοράς. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση της κατανάλωσης στον Τρίτο κόσμο.
Συγχώνευση των μεγάλων εταιρειών για μείωση του προσωπικού και πιο μαζική παραγωγή. Συνέπεια αυτού ήταν η αύξηση της ΑΝΕΡΓΙΑΣ [ανεργείας], άρα και η μείωση της κατανάλωσης.
Μεταφορά των επενδύσεων στην πολεμική βιομηχανία. Η διαδικασία αυτή είχε ορισμένα όρια, το πόσοι μπορούσαν να πληρώνουν για όπλα.
Πολιτική της λιτότητας. Όμως η μείωση των μισθών μειώνει και το ύψος της κατανάλωσης, άρα και το ύψος της βιομηχανικής παραγωγής.
Ιδιωτικοποιήσεις των κοινωνικών επιχειρήσεων. Αυτό οδήγησε στη ληστρική εκμετάλλευση και στην κατάρρευσή τους, όπως συνέβη στην Αργεντινή, στους αγγλικούς σιδηροδρόμους κ.ά. (διαφθορά στις ιδιωτικοποιήσεις της ΔΕΗ).
Λόγω της αποβιομηχανοποίησης, το σύστημα πέρασε σε εσωστρέφεια που εκδηλώθηκε με ένταση των χρηματοπιστωτικών πράξεων (ομόλογα, χρηματιστήρια κ.ά.) και με συνεχή αύξηση της ανεργίας, η οποία ξεπέρασε το όριο του 8% που εθεωρείτο ανεκτό –στην Ευρωζώνη έφτασε 11%, με μέγιστο 26%.
Η διέξοδος με το δανεισμό = τοκογλυφία αποτέλεσε και το κρίσιμο σημείο έκρηξης της οικονομικής κρίσης. Τα λιμνάζοντα κεφάλαια, διαμέσου των τραπεζών, στράφηκαν από τη βιομηχανία στο δανεισμό υποθηκεύοντας το μέλλον των πολιτών: δάνεια για σπουδές, για γάμους, για σπίτια.
Δεν υπολόγισαν όμως την αυξανόμενη ανεργία. Οι χρεωμένοι αδυνατούσαν να πληρώσουν τα δάνεια για τα σπίτια, με αποτέλεσμα τον κλονισμό των τραπεζών και την κατάρρευση της Lehman Brs.
Τα κράτη εκάλυψαν τις τράπεζες χρεώνοντας επικίνδυνα το δημόσιο τομέα, και άρχισε ο φαύλος κύκλος μεταφοράς και προσαύξησης των χρεών με πρωταγωνιστές τις «αγορές» που κερδοσκοπούσαν τυφλά στην κατάρρευση.
Έτσι, τη λεηλασία του Τρίτου Κόσμου διαδέχτηκε η λεηλασία του δημόσιου τομέα στις ίδιες τις χώρες της Δύσης στις οποίες ο δημόσιος τομέας ήταν πλούσιος: ανακατασκευή των συνοικιών, ιδιωτικοποίηση της υγείας, της πρόνοιας, της παιδείας.
Οι διαδικασίες αυτές, που ονομάστηκαν εξορθολογισμός και εκσυγχρονισμός –άλλη μία κατηγορία του κυρίαρχου λόγου που τη δεχτήκαμε άκριτα σαν επαγγελία-, συνοδεύτηκαν με πρόγραμμα λιτότητας, που στην ουσία συνίσταται στη μείωση των μισθών, άρα στην κατάργηση της ομοιοστασίας και την εξόντωση των αδυνάτων στρωμάτων, στη βιοεξουσία όπως την ονόμασε ο Foukault.
Τα κύρια χαρακτηριστικά που παρουσιάζει στη σημερινή της φάση η αποδόμηση του συστήματος είναι:
1. Η ψυχολογία του τζόγου.
Αναφέρθηκε η άμεση σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο χρήμα και στην αίσθηση της δύναμης, σχέση που στη βιομηχανική κοινωνία παίρνει τη μορφή πάθους.
Αυτό το πάθος, η πυρετώδης δίψα του χρήματος διογκώθηκε όταν εμφανίστηκαν τα συμπτώματα της κρίσης. Δηλαδή, όταν τα λιμνάζοντα κεφάλαια που αποσύρονταν από τη βιομηχανία άρχισαν να συγκροτούν τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «αγορές».
Το χρήμα συνέχισε να γεννά χρήμα, όχι όμως πλέον μέσα από την ορθολογική βιομηχανική παραγωγή αλλά μέσα από την ανορθολογική σπέκουλα: δανεισμός, χρηματιστήριο, νομισματικές διακυμάνσεις, ομόλογα και κυρίως μέσα από το διατυμπανισμένο σύστημα του εκσυγχρονισμού, με το οποίο το ΔΝΤ λεηλάτησε τις φτωχές χώρες.
Η δίψα του χρήματος συνδέθηκε άμεσα με τη λογική του τζόγου, μία λογική η οποία αρνείται να δεί τις συνέπειες της πορείας της. Συνεπώς, δεν είναι καθόλου περίεργο ότι εκείνοι που διευθύνουν τις τύχες των «αγορών», άρα τις τύχες του συστήματος, δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν άλλες λύσεις.
2. Εκείνοι που διευθύνουν σήμερα τις τύχες του συστήματος δεν είναι οι πολιτικοί αλλά οι οικονομολόγοι. Πρόκειται για άλλη μια διαφορά ως προς τις παλαιότερες περιοδικές κρίσεις.
Επειδή η πρωτοβουλία των αποφάσεων είχε περάσει στα χέρια των «αγορών», που υπερκέρασαν το θεσμοθετικό κράτος, οπότε και οι πολιτικοί (πρόεδροι, πρωθυπουργοί και υπουργοί) είχαν αντικατασταθεί από οικονομολόγους και υπαλλήλους του ΔΝΤ, οι αποφάσεις ήταν στενά οικονομίστικες.
Στο εξής, σημασία έχουν τα λογιστικά, οι αριθμοί, και όχι τα κοινωνικά, οι συνθήκες ύπαρξης του ανθρώπου.
Εφόσον η διαχείριση βρίσκεται στα χέρια εκείνων που λειτουργούν με τη σπέκουλα, η αδιαφάνεια και η διαφθορά γίνονται πλέον μόνιμα γνωρίσματα της διακυβέρνησης.
Ταυτόχρονα, η διαχείριση από τους οικονομολόγους έχει δημιουργήσει τεράστιο πλέγμα σχέσεων και δομών που η αδράνειά τους δεν επιτρέπει καμιά υπαναχώρηση ή συζήτηση στις επικρίσεις νομπελιστών, όπως ο Γκαλμπράιθ.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κάθε προσπάθεια διορθωτικών κινήσεων και αναστολής της αποδόμησής του συστήματος είναι, πλέον, αδύνατη.
3. Η παγκοσμιότητα από δύο πλευρές
Το αποτέλεσμα είναι να βρισκόμαστε σήμερα δέσμιοι, κάτω από την παγκόσμια αυτοκρατορία των αγορών.
Από τη μια, επεκτείνεται η καταλήστευση τόσο από τις ζώνες του τρίτου κόσμου στις ίδιες τις χώρες των μητροπόλεων, όσο και από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο, στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, εντελώς αντίθετα με ό, τι συνέβη στην κρίση του 29.
Και από την άλλη, υπάρχει αλληλεξάρτηση χρεών και ομολόγων διαμέσου των τραπεζών οι οποίες λειτουργούν έξω από τα όρια του έθνους-κράτους, ώστε όλες οι χώρες βρίσκονται χρεωμένες στο παγκόσμιο σύστημα των αγορών –κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν διαφαίνεται πιθανότητα λύσης με πόλεμο μεταξύ κρατών.
Άρα βρισκόμαστε στην ιστορική καμπή της αλλαγής πολιτισμού, γιατί κάθε τέτοια αλλαγή συνιστά κρίση. Βασικά κριτήριά της είναι:
Πρώτον, η σύγχυση και η αμφισημία –που την εκφράζει, π.χ. ο μεταμοντερνισμός.
Δεύτερον η απουσία α) κοινωνικών αξιών και ηθικής, β) μελλοντικής προοπτικής, και γ) του αισθήματος της συλλογικότητας (communitas). Τρίτον, έξαρση των διακρίσεων (ρατσισμός, ανδροκρατία) και η ανοχή στη βία.
Το καθεστώς εξαίρεσης που επιβλήθηκε στην πολιτική παρουσιάζει την κρίση σαν φυσικό γεγονός, συγκαλύπτοντας τις κοινωνικές αιτίες που την προκάλεσαν και, κατά συνέπεια, αποκλείοντας τη δυνατότητα αναίρεσής της με κοινωνικά μέτρα.
Επικαλούμενο τις παλαιές αξίες αναζητά τη λύτρωση στο «νηστεία και προσευχή». Με άλλα λόγια, στη λιτότητα των φτωχών και στην επίκληση προς το υπερβατικό: «με τη βοήθεια του Θεού», «να βάλουμε πλάτες», «οι Έλληνες μπορούν». Κάθε αντίρρηση σ’ αυτά, καθώς και στην πολιτική της λιτότητας, ονομάζεται λαϊκισμός και είναι απαγορεύσιμη.
Ο βιολογισμός, που έχει και αυτός μακριά θητεία, παρουσιάζει εξίσου μεγάλη διάδοση αποσκοπώντας να αποσιωπηθούν οι κοινωνικές αιτίες.
Σε προέκταση των παλαιότερων μορφών του -κοινωνικός δαρβινισμός, ευγονική κ.ά.- ανανεώθηκε στις αρχές της οικονομικής ύφεσης με τη μοριακή βιολογία για να υποστηρίξει ότι οι συμπεριφορές μας και η μοίρα μας προσδιορίζονται από το DNA.
Προσφέρει ιδεολογικό έρεισμα στη βιοπολιτική και εκφέρεται με όρους φυλετικής καθαρότητας (ρατσισμού), διάσωσης του εθνικού γένους, όπως και με το παλαιότερο σλόγκαν «η Ελλάδα στο γύψο».
Ως νέα μορφή διαχείρισης του κράτους, το καθεστώς εξαίρεσης υιοθετεί τη βιοπολιτική . Πρόκειται για τη μετάλλλαξη σε απολυταρχία, για την με το πρόσχημα της «ανασφάλειας» του έθνους πολιτική κάλυψη της βιοεξουσίας, η οποία επιβάλλει έλεγχο στην κοινωνική αναπαραγωγή.
Πιο συγκεκριμένα, η βιοεξουσία κατέχει το προνόμιο να εγκαταλείπει στο θάνατο όσους δεν είναι βιώσιμοι ––αυτό το κάνει με τη διακοπή των επιδομάτων στους ανέργους, των φαρμάκων στους ασθενείς και ηλικιωμένους, τη φορολογία στους πολύτεκνους κ.ά..
Έκπτωση του βιομηχανικού μοντέλου, αποβιομηχανοποίηση και ενδοφαγία, σημαίνουν ότι μειώνεται σε όλο τον πλανήτη η ικανότητα της ανθρωπότητας να επιβιώσει. Μειώνεται η παραγωγή αγαθών και τα κεφάλαια στρέφονται στη σπέκουλα ή αποθηκεύονται σε ομόλογα σε γη και σε ορυκτό πλούτο χωρίς προοπτική βιώσιμης χρήσης. Διαδίδεται η διαφθορά, λεηλατείται ο δημόσιος πλούτος, διαλύεται η μεσαία τάξη και φτωχοποιούνται οι κατώτερες.
Η κρίση της οικονομικής λειτουργίας, της χαρακτηριστικής λειτουργίας του βιομηχανικού πολιτισμού, αποτελεί την άμεσα ορατή ένδειξη αποδόμησης του όλου συστήματος. Άρα βρισκόμαστε στην ιστορική καμπή της αλλαγής πολιτισμού.
Εκείνα που είναι άμεσα ορατά είναι τα φαινόμενα παρακμής.
Η κρίση διαταράσσει την κοινωνική δομή (ανακατατάξεις και συγκρούσεις στα κοινωνικά στρώματα), συνεπώς εκπίπτουν και όλες οι πολιτισμικές λειτουργίες, όλη η κουλτούρα:
εγκληματικότητα,
διαφθορά,
βία,
παιδεραστία,
τράφικ γυναικών,
αυτοκτονίες (πάνω από 3.200 επίσημα καταγραμμένες στοδιάστημα 2009-12),
κοινωνική παθογένεια (ναρκωτικά κ.ά.),
ένταση των διακρίσεων και της ανδροκρατίας,
ρατσισμός και ανάλογα φαινόμενα στο πνευματικό επίπεδο.
Βασικά κριτήριά της πολιτισμικής κρίσης στο ψυχολογικό και ιδεολογικό επίπεδο είναι:
η σύγχυση και η αμφισημία –που την εκφράζει π.χ. ο μεταμοντερνισμός, ο αμοραλισμός,
η απουσία κοινωνικών αξιών και μελλοντικής προοπτικής,
η διάλυση του κοινωνικού ιστού (communitas)
και η κατάθλιψη.
Συμπέρασμα: εφόσον το καθεστώς εξαίρεσης αποτελεί συστατικό της νεωτερικότητας και η γενίκευσή του οφείλεται στην αποδόμηση του βιομηχανικού μοντέλου που τη θεμελιώνει, είναι αδιανόητη η διάσωση με επιστροφή στη νεωτερικότητα διαμέσου μεταρρυθμίσεων. Αντιμετωπίζουμε μεταδόμηση πολιτισμού, συνεπώς, μοναδική ιστορική έξοδος από την παγκόσμια κρίση είναι η ανατροπή και η αναδόμηση του συστήματος. Έχουν αναπτυχθεί πλέον οι τεχνικές προϋποθέσεις γι’ αυτήν –υπολογιστές, θεωρία του προγραμματισμού κ.ά. Απομένει να αναπτυχθούν και οι κοινωνικές: αλληλεγγύη και αξιοπρέπεια. Ανεξάρτητα και παράλληλα με τις προτάσεις που συζητούνται από τους Ζαπατίστας και άλλους (άμεση δημοκρατία, κυκλική διαχείριση, συνεταιριστική επιχείρηση), εμφανίζεται μια τάση διάλυσης των συγκεντρωτικών δομών σε αυτόνομες-ομοσπονδιακές.-”
Βιβλιογραφία
Αθανασίου, Α., 2012, Η κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (2012). Αθήνα, Σαβάλλας.
Agamben, G., 2007, Κατάσταση εξαίρεσης. Αθήνα, Πατάκης.
Αγγελίδης, Μ. 2012, «Βαϊμάρη: Σύνταγμα και έκτακτη ανάγκη» στο Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της. Αθήνα, Ινστ. Ν. Πουλαντζάς.
Banton, M., 1997, Discrimination. Buckingham-Philadelphia, Open University Press.
Brie, M., 2009, “Emancipation and the Left”, στο Panitch L. & C. Leys (eds) Socialist Register. Αθήνα, Savalas.
Childe, V. G., 1957, Man Makes Himself. Mentor, New York.
Erikson, E., 1975, Η Παιδική ηλικία και η Κοινωνία. Αθήνα, Καστανιώτης.
Frankfort, H., 1959, Before Philosophy. Harmondsworth, Pelican.
Diderot, D., 1966, “Supplément au voyage de Bougainville” στο Boygainville, Voyage autour du monde. Paris, U.G.E.
Gilmore, R. W., 2009, “Races, Prisons and War” στο στο Panitch L. & C. Leys (eds) Socialist Register. Αθήνα, Savalas.
Guha, R., 1997, “Dominaance Without Hegemony And IrsHistoriography”, στο Guha, R.(ed) Subaltern Studies III, Oxford Univ. Pr.
Meadows, D. et al., 1972, Τhe Limits of Growth. New York, Signet.
Meadows, D. et al., 1999, Πέρα από τα τα όρια. Καλαμάτα, Οικολογική Κίνηση Καλαμάτας.
Montaigne, M., 1964, Essais (I). Paris, U.G.E.
Passmore, J., 1968, A Hundred Years of Philosophy. Harmondsworth, Pelican.
Polgar, S., 1972, «Population History and Population Policies from an Anthropological Respective», Current Anthr/gy 13 (2).
Τερζάκης, Φ., 2005, Καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Αθήνα, Futura.
Tocqueville, A. de, 1963, De la Démocratie en Amérique. Paris, U.G.E.
Χατζηιωσήφ, Χ., 2012, “Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η απειλή των “¨άκρων¨. Το ατελέσφορο των ιστορικών αναλογιών” στο Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της. Αθήνα, Ινστ. Ν. Πουλαντζάς.
Wacquant, L., 2001, Οι φυλακές της μιζέριας. Aθήνα, Παατάκης.
Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925 και είναι απόφοιτος του ΕΜΠ. Οι έντονες κοινωνικές του ανησυχίες τον ώθησαν στη συστηματική ενασχόληση με τη μελέτη της Προϊστορικής Αρχαιολογίας και της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Δημοσίευσε άρθρα σε διάφορα περιοδικά σχετικά με θέματα του πολιτισμού και του κινηματογράφου. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές “Γράμματα της ανακωχής” (Φυτράκης, 1965), “Ψηλαφήσεις” (Δωδώνη, 1985), και πλήθος δοκιμιακών βιβλίων, καθώς και άρθρων σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Έγραψε τα βιβλία Προϊστορικοί Πολιτισμοί και Εξέλιξη (1964) και Μύθος – Κινηματογράφος – Σημειολογία – Κρίση της Αισθητικής (1973). Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν: Η εξέλιξη του ανθρώπου – V. Γλώσσα – Σώμα, 2001, Λεξικό όρων 5. Κυβερνητικής, δομισμού και της θεωρίας των συστημάτων, 1987, κ.ά..
*Η συγκεκριμένη έρευνα που δημοσιεύεται στο tvxs.gr, και θα παρουσιαστεί στις 7/7 στο Crisis Art Festival, κλείνει σήμερα 3 χρόνια από την στιγμή που ξεκίνησε, και σύντομα θα παρουσιαστεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος. Στα πλαίσια αυτής της έκδοσης, όπου μέρος των εσόδων θα διατεθούν σε κοινωνικούς φορείς, ανανεώνεται η επικοινωνία (cpatouli@yahoo.gr) – πρόσκληση με όσους επιθυμούν να συμμετέχουν (έως τα μέσα Ιουλίου 2013), όπως και με τους ήδη συμμετέχοντες για πιθανές προσθέσεις στις απαντήσεις τους, όπως συμβαίνει συχνά με τον εξελισσόμενο δημόσιο διάλογο της παρούσας έρευνας, όπου προστέθηκε και το παρόν άρθρο.
http://tvxs.gr/news
Κρυσταλία Πατούλη
Δημοσιογράφος – σύμβουλος ανθρωπίνων σχέσεων
http://afigisizois.wordpress.
email: cpatouli@yahoo.gr