Η βαθιά κρίση στην Ελλάδα ξανάφερε στο προσκήνιο τον εφιάλτη των Ελλήνων: τη μετανάστευση. Μοιάζει σαν να ξαναγυρίσαμε στα μεταπολεμικά χρόνια όπου ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα έστελνε πάνω από ένα εκατομμύριο «προσκεκλημένους και φιλοξενούμενους εργάτες», τους Gastarbeiter, στο σταθμό του Μονάχου, αλλά και περισσότερους διασκορπισμένους στα πέρατα του κόσμου.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει βεβαια γιατί στο εξωτερικό ζητούν … γνώσεις και υψηλό μορφωτικό επίπεδο με αποτέλεσμα να μην φεύγουν πλέον για εργάτες και ανθρακωρύχοι, αλλά … γιατροί και μηχανικοί!
Μόνο η Γερμανία έχει ζητήσει μερικές χιλιάδες γιατρούς – για να καλύψει τις απώλειες που εκείνη είχε με τους Γερμανούς να φεύγουν … μετανάστες στην κρίση του 2000 – και τώρα ζητά και μηχανικούς. Οι Έλληνες και πολλοί από την Κρήτη αναζητούν μια καλύτερη τύχη και αποφασίζουν να το ρισκάρουν, αν και τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα.
Οι συνθήκες δουλειάς δεν είναι σαν την Ελλάδα, τα ωράρια είναι σκληρά και απαραίτητη πλέον προϋπόθεση είναι η γνώση της Γερμανικής, όπως λέει η Ζηνοβία Λουιζάκη που γεννήθηκε στη Γερμανία και σήμερα διδάσκει γερμανικά σε όσους θέλουν να μεταναστεύουν εκεί!
“Πρώτοι στη λίστα των Ελλήνων μεταναστών είναι γιατροί και μηχανικοί. Γιγαντώνεται πραγματικά το κύμα μετανάστευσης νέων. κυρίως πτυχιούχων, που εγκαταλείπουν την Ελλάδα αναζητώντας την τύχη τους στη Γερμανία.
Σύμφωνα με τη γερμανική Στατιστική Υπηρεσία φέτος ο αριθμός των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Γερμανία αυξήθηκε κατά 90% αγγίζοντας τους 23800.
Πολλοί από αυτούς ήταν και νέοι που ζούσαν στην Κρήτη. Πολλά νοσοκομεία στη Γερμανία εκφράζουν ενδιαφέρον για να προσλάβουν Έλληνες επιστήμονες οι οποίοι όμως υποχρεούνται να γνωρίζουν γερμανικά” αναφέρει η κ.Λουιζάκη που από … τα χέρια της έχουν ήδη περάσει πολλοί, κυρίως γιατροί.
“Είναι γιατροί που είτε θέλουν να κάνουν ειδικότητα, είτε προσπαθούν μετά την ειδικότητα να βρουν μια δουλειά. Και αν είναι αποφασισμένοι να αλλάξουν τρόπο ζωής, να προσαρμοστούν στις δύσκολες εργασιακές συνθήκες της Γερμανίας και φυσικά να μάθουν τη γλώσσα θα βρουν δουλειά. Και βεβαίως με καλύτερο μισθό από ότι στην Ελλάδα”! αναφέρει.
“Υπάρχει κι ένας σύλλογος Ελλήνων γιατρών στη Γερμανία που βοηθάει. Εγώ με τη σειρά μου στο πλαίσιο αυτών των απαιτήσεων φροντίζω να ενημερώνομαι καθημερινά μέσω διαδικτύου και δημοσιοποιώ κατά καιρούς αγγελίες στα νοσοκομεία του Ηρακλείου, συνεργαζόμενη με γερμανικά, αυστριακά και ελβετικά νοσοκομεία και κλινικές.
Παίρνω πληροφορίες για τον αριθμό των ιατρών και γενικά των υπαλλήλων που επιθυμούν να προσλάβουν.
Επίσης, όποιος ενδιαφερόμενος επιθυμεί να διδαχθεί τη γλώσσα καθώς και να έρθει σε επαφή με τα νοσοκομεία αυτά για να πάρει πληροφορίες και να καταθέσει αιτήσεις, μπορεί πια εύκολα να το κάνει” τονίζει η κ.Λουιζάκη που επαναλαμβάνει ότι πρέπει όλοι να έχουν κατά νου ότι η Γερμανία είναι διαφορετική από την Ελλάδα.
“Πολλοί πανε με όνειρα και ελπίδες και γυρίζουν μετά πίσω γιατί οι Γερμανοί είναι πολύ απαιτητικοί. Δεν θέλουν δημοσίους υπαλλήλους. Μπορεί να πληρώνουν, αλλά θέλουν σκληρή δουλειά” αναφέρει η κ.Λουιζάκη που είναι κι εκείνη παιδί μεταναστών.
“Ήταν διαφορετικά τότε. Πήγαιναν εργάτες στη Γερμανία. Όπως και οι γονείς μου. Στριμωγμένοι μέσα σε τρένα και με τις κασέτες του Στέλιου Καζαντζίδη, τα τραγούδια του οποίου ταυτίστηκαν με την πίκρα, τον πόθο και τον καημό των μεταναστών, στις τσάντες τους φεύγουν για μερικά χρόνια μόνο, έτσι πίστευαν, μέχρι να βγάλουν κάποια χρήματα. Μετά θα επέστρεφαν στη πατρίδα τους. «Δύο – τρία χρόνια το πολύ», τόσο εκτιμούσαν κατά μέσο όρο ότι θα έμεναν στη Γερμανία όσοι Έλληνες έφυγαν με το μεγάλο κύμα της μετανάστευσης την δεκαετία του 1960.
Δεν ήταν σπάνια περίπτωση οι μετανάστες ολόκληρων πόλεων στη Γερμανία να κατάγονται από την ίδια περιοχή. Υπήρχαν χωριά στην Ελλάδα που έχασαν το μισό τους πληθυσμό. Πίσω παρέμειναν μόνο οι γέροι και οι άρρωστοι ή οι πολύ μικροί σε ηλικία, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να εργαστούν στην ξενιτιά. Πολλές οικογένειες είχαν διαλυθεί.
Δεν αναρωτήθηκαν για την ποιότητα της εργασίας του, αν ήταν δύσκολη ή εύκολη, αυτό ήταν δευτερεύουσας σημασίας γι’ αυτούς. Η βασική τους έγνοια ήταν να έχουν δουλειά, για να ζήσουν και για να στέλνουν λίγα χρήματα στην οικογένεια, ώστε να μπορέσουν και αυτοί να ζήσουν κάπως καλύτερα. Αυτός ήταν ο λόγος που έφευγαν οι Έλληνες σε νεαρή ηλικία στη Γερμανία”. Και συνεχίζει:
“Έτσι έφυγαν και εκείνα τα χρόνια και οι γονείς μου. Μερικοί από αυτούς, βρήκαν πραγματικά την τύχη τους, πέτυχαν το σκοπό τους και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Πολλοί από αυτούς, όμως, έμειναν για πάντα εκεί, στη Γερμανία, τη χώρα που έγινε η δεύτερη πατρίδα γι’ αυτούς και τα παιδιά τους .
Έτσι ήμουν κι εγώ Ελληνοπούλα με γερμανικές συνήθειες χωρίς να ξεχνάω ποτέ τις ελληνικές παραδόσεις, που μου δίδαξαν οι γονείς μου στο σπίτι. Σε ηλικία 34 ετών αποφάσισα να εγκατασταθώ με την οικογένεια μου στην Κρήτη, στον τόπο που μου άρεσε και ήταν όνειρο να μπορέσω να μείνω κάποτε και να διδάσκω τη Γερμανική γλώσσα σωστά στα παιδιά, εφόσον είναι και η μητρική μου γλώσσα.
Είμαι εδώ από τον Αύγουστο του 2005. Στην αρχή μέχρι να προσαρμοστώ ήταν λίγο δύσκολα τα πράγματα μετά όμως συνήθισα. Εδώ και ένα χρόνο διατηρώ δική μου επιχείρηση”.
Και καταλήγει:
Ας κρατήσει κατά νου ο κάθε ενδιαφερόμενος πως αυτή η μετανάστευση δεν μοιάζει με τις προηγούμενες. Περνάμε τα σύνορα χωρίς αυτήν την πικρή αίσθηση εγκατάλειψης της πατρίδας, μια και πλέον είμαστε πολίτες όλου του κόσμου κ’ κουβαλάμε την πατρίδα μέσα μας. Επίσης μην ξεχνάμε ότι κάποιοι από αυτούς όταν γυρίσουν πίσω, θα φέρουν ένα τεράστιο πλούτο μαζί τους πίσω στην πατρίδα, την εμπειρία και τη γνώση που θα έχουν, εφόσον δεν τους είχε δοθεί εκείνο τον καιρό να τα αποκτήσουν στην Ελλάδα.
http://cretalive.gr/new/118537/crete/Feugoun_oi_giatroi_apo_tin_Kriti