Πριν γράψω το κείμενο που τώρα διαβάζετε, αναρωτήθηκα πολλές φορές τι θα μπορούσε ένα δικό μου κείμενο να προσφέρει σε μια κοινότητα πεπειραμένων γιατρών. Ύστερα όμως βρέθηκα για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα πρόβλημα που με απασχολεί από την πρώτη κιόλας μέρα που άσκησα Ιατρική: συνάντησα άλλον έναν ανυπάκουο ασθενή. Αποφάσισα, λοιπόν, να θίξω κάποιες από τις πτυχές αυτού του προβλήματος, πιστεύοντας πως έχει απασχολήσει κι άλλους συναδέλφους κι ευελπιστώντας στη συνέχεια να ακούσουμε συμβουλές από τους παλαιότερους.
Όλοι οι γιατροί, λιγότερο ή περισσότερο, έχουν βρεθεί μπροστά σε έναν ασθενή που αρνείται να ακολουθήσει τις οδηγίες τους ή να λάβει την προτεινόμενη αγωγή, κάτι που γίνεται άλλοτε εν γνώσει κι άλλοτε εν άγνοια του θεράποντος. Το φαινόμενο είναι συχνότερο σε ασθενείς με χρόνια νοσήματα, όπως διαβητικοί, υπερτασικοί ή νεφροπαθείς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι αυστηροί περιορισμοί που επιβάλλονται μερικές φορές σε οξείες καταστάσεις εφαρμόζονται κατά γράμμα και αγόγγυστα από τους ασθενείς μας.
Μια από τις αιτίες της έλλειψης συμμόρφωσης των ασθενών είναι ο ίδιος ο γιατρός. Για την ακρίβεια η ηλικία ή στη χειρότερη περίπτωση το φύλο του. Όσο πιο νέος είναι ο γιατρός τόσο πιο δύσκολα θα πείσει τον ασθενή του να ακολουθήσει τις εντολές του. Αν δε, τυχαίνει να μιλάμε για γυναίκα γιατρό, στη συνείδηση των ηλικιωμένων ιδιαίτερα ασθενών κατατάσσεται αυτόματα στην κατηγορία «τι ξέρει τώρα το κοριτσάκι»! Άσχετα βέβαια με το γεγονός ότι το «κοριτσάκι» έχει κάνει το λιγότερο έξι χρόνια σπουδές ή και περισσότερα, αν πρόκειται για ειδικευόμενες ή ειδικευμένες συναδέλφους!
Δε θα πρέπει βέβαια να παραβλέπουμε το γεγονός ότι πολλές φορές οι οδηγίες μας είναι «σκληρές» και δύσκολα προσαρμόζονται στην καθημερινή ζωή του ασθενούς. Ποιος από μας θα ήθελε να ακολουθήσει τη δίαιτα του διαβητικού ή να κάνει τρεις ενέσεις την ημέρα; Να κόψει το αλάτι, γιατί έχει υπέρταση, ενώ ο ίδιος αισθάνεται μια χαρά; Να στερείται το νερό, όταν έχει ΧΝΑ; Και φυσικά δε θα ξεχάσω την καθηγήτριά μου της Παιδιατρικής, που παραδέχτηκε ότι τα ζυμαρικά ελεύθερα γλουτένης «δεν τρώγονται»!
Το πιο σημαντικό όμως είναι η ημιμάθεια. Σήμερα που η ιατρική έχει λίγο-πολύ εκλαϊκευτεί και έχει οπωσδήποτε χάσει το μυστηριακό της χαρακτήρα, υπάρχουν πολλοί που, γνωρίζοντας κάποια πράγματα, φαντάζονται πως με τις αποσπασματικές γνώσεις που παίρνουν από τις εκπομπές της τηλεόρασης ή των ειδικών στηλών των εφημερίδων, μπορούν να προσαρμόζουν την αγωγή τους, να διαλέγουν τα φάρμακά τους και να αμφισβητούν ή να αγνοούν τις οδηγίες και τις συμβουλές του γιατρού τους. Εδώ ακριβώς στηρίζεται και το φαινόμενο της υπερκατανάλωσης αντιβιοτικών στη χώρα μας, καθώς και στην ευκολία με την οποία ορισμένοι φαρμακοποιοί, ξεχνώντας την επιστημονική τους ιδιότητα, δίνουν φάρμακα που «χορηγούνται μόνο με ιατρική συνταγή», χωρίς αυτήν.
Τα προβλήματα που δημιουργούνται από αυτήν την ανυπακοή είναι περισσότερα για τον ασθενή παρά για το γιατρό. Ο τελευταίος το πολύ-πολύ να εκνευριστεί, αν είναι λίγο παραπάνω ευσυνείδητος! Ο ασθενής όμως θέτει σε άμεσο κίνδυνο την υγεία του και μερικές φορές και τη δημόσια υγεία, όπως για παράδειγμα στην προαναφερθείσα περίπτωση των αντιβιοτικών η των ηλικιωμένων που αρνούνται τον αντιγριππικό εμβολιασμό, εμποδίζοντας έτσι τον περιορισμό της νόσου σε μια πιθανή επιδημία.
Ο γιατρός έχει στο οπλοστάσιό του μόνο τη δύναμη της πειθούς. Δεν μπορεί να εξαναγκάσει η να εκβιάσει. Άλλωστε έτσι θα δημιουργούσε ρήγματα στη σχέση του με τον ασθενή, μια σχέση που οφείλει να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη. Πρέπει, λοιπόν, να εξηγήσει τους κινδύνους με απλό αλλά αυστηρό τρόπο, ώστε να ευαισθητοποιήσει τον ασθενή. Πρέπει ακόμη να στηρίξει τον άρρωστο ψυχολογικά, να ακούσει και να προσπαθήσει να κατανοήσει τις αμφιβολίες του και να διορθώσει με εγκυρότητα τυχόν λανθασμένες απόψεις του. Για τα χρόνια νοσήματα, όπως ο διαβήτης, δεν αρκεί η πειθώ- χρειάζεται εκπαίδευση πρώτα του ιατρού και μετά του ασθενή.
Πώς όμως θα μπορέσει ένας νέος γιατρός που κάνει για πρώτη φορά ιατρείο στο αγροτικό του να πείσει; Δεν έχει την πείρα, ούτε το κύρος. Και δυστυχώς είναι πολλές φορές ο μόνος γιατρός ενός γηραιού πληθυσμού για μακρό χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό εδώ θα συμφωνήσω με την άποψη που ακούστηκε στο πρόσφατο συνέδριο που έγινε στην πόλη μας, ότι θα έπρεπε ένα τέτοιο αντικείμενο, βασισμένο στις αρχές της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας να εισαχθεί στο ακαδημαϊκό πρόγραμμα σπουδών των Ιατρικών Σχολών.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να ευχηθώ καλή τύχη σε όσους συναδέλφους συναντούν τέτοιους ασθενείς, και να τονίσω ότι πολλές φορές τίποτα δεν είναι ικανό να πείσει ένα δύσκολο ασθενή.
ΙΣΑρκαδίας. Αρκάδων Υγεία 2003