Σε πρόσφατο άρθρο της, η Sheri Berman καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο «Κολούμπια», προβαίνει στην τραγική διαπίστωση ότι η κεντροαριστερά είναι εξίσου ιδεολογικά εξαντλημένη όσο και πολιτικά εξουδετερωμένη σε μια περίοδο που κανονικά έπρεπε να ανθεί.
Παρά την γενικευμένη κρίση που διέρχεται ο καπιταλισμός ελάχιστα στην Ευρώπη παρατηρείται μια άνοδος της επιρροής των κεντροαριστερών κομμάτων, ούτε εμπεδώνεται η αίσθηση πως δικαιώνεται η κεντροαριστερή κοσμοθεωρία, διαπιστώνει η Berman.
Η εξήγηση για τα παραπάνω έγκειται πολύ απλά στο γεγονός, ότι η σοσιαλδημοκρατία έχει εγκαταλείψει τις αξίες του συλλογικού, της ισότητας, της αλληλεγγύης. Έτσι δεν μένει παρά ο ατομικισμός και η ιδιοτέλεια στην οικονομία και στην κοινωνία, αλλά και στον τρόπο άσκησης πολιτικής. Με άλλα λόγια, παρατηρείται μια διάχυτη μετάλλαξη στη θεωρία των σοσιαλδημοκρατών.
Η κριτική της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον καπιταλισμό ως αδηφάγο σύστημα που συστηματικά δημιουργεί ανεργία, ανισότητες και διακρίσεις, υπαναχώρησε υπό το φως του λεγόμενου τρίτου δρόμου (στην Ελλάδα: εκσυγχρονισμός) και το κεφάλαιο έγινε πλέον αποδεκτό στην φιλοσοφία της σοσιαλδημοκρατίας ως οικουμενικό εργαλείο που γεννά τα χρυσά αυγά, επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας.
Επόμενο είναι λοιπόν οι μεταρρυθμίσεις που προάγονται από την σοσιαλδημοκρατία να είναι φιλικές απέναντι στην αγορά και η μόνη διαφορά που τις διακρίνει σε σχέση με τις “δεξιές” μεταρρυθμίσεις να είναι το υποτίθεται κοινωνικό μέρισμα που διαθέτουν.
Επιχειρώντας στην συνέχεια μια συνοπτική ερμηνεία των εξελίξεων, θα αποφύγουμε την δόκιμη “προτασολογία” ή ”συγκεκριμενολογία” που συνηθίζεται με την έννοια παράθεσης υποτιθέμενων λύσεων ως άσσων μέσα από το μανίκι, λες και υπάρχουν λύσεις χωρίς επαρκή ιστορική και θεωρητική ερμηνεία. Λες και μπορούμε να βγάλουμε λαγούς από το καπέλο αρκεί να έχουμε λίγα στατιστικά στοιχεία και να τα συνδέσουμε με μια ευφάνταστη πρόταση.
Λες και οι κοσμογονικές εξελίξεις που ζούμε σήμερα επιλύονται με απλές μαθηματικές εξισώσεις και χωρίς ιστορική και θεωρητική επεξεργασία.
Ήδη κατά την δεκαετία του 1980 ο μεγάλος φιλελεύθερος διανοητής Ralf Dahrendorf προδίκασε το τέλος του σοσιαλδημοκρατικού αιώνα. Με την φράση αυτή σε καμία περίπτωση δεν εννοούσε το τέλος των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αλλά μια κοσμική τάση εξάντλησης του δυναμικού ανάπτυξης και ευημερίας που έτυχε να συμπέσει με μια μεταβολή του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων.
Η έκλειψη της ανάπτυξης ως πηγής ευημερίας
Η τάση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα και δεν έχει κλείσει ακόμη τον κύκλο της.
Εάν κοιτάξουμε του αριθμούς θα δούμε ότι ό μέσος ετήσιος δείκτης ανάπτυξης στην δυτική Ευρώπη κατά το διάστημα 1950- 1973, δηλαδή την χρυσή εποχή του καπιταλισμού, κυμαινόταν στο 4, 6 % για να πέσει την περίοδο 1973-1996 στο 2,1% και στο 1, 9% το 2001.
Χωρίς οικονομική ανάπτυξη όμως η σοσιαλδημοκρατία χάνει την κύρια πηγή τροφοδοσίας του πολιτικού της μοντέλου.
Την μεταπολεμική περίοδο η πηγή αυτή στηριζόταν στη βάση ενός κευνσϊανού παραγωγικού συμβιβασμού,δηλαδή ενός μείγματος οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ως οργανικής ενότητας.
Με την έκλειψη της ανάπτυξης, τα περιθώρια αναδιανομής στένεψαν.
Το ζήσαμε αυτό και εμείς στην Ελλάδα μόνο που εδώ φαινόταν να έχουμε ανάπτυξη.
Αυτή στηριζότανε όμως στα δανεικά, όχι στην παραγωγή.
Όμως το φρένο δεν μπήκε ποτέ και φτάσαμε στο σήμερα.
Δυστυχώς κανένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ευρώπη δε έδωσε απάντηση στο παραπάνω δίλημμα. Σε αυτό προστέθηκε ότι άλλαξε ριζικά το πλαίσιο δράσης.
Η παγκοσμιοποίηση έθεσε κράτη και επιχειρήσεις υπό ραγδαία πίεση ανταγωνισμού.
Η απομάκρυνση της βάσης
Επιπρόσθετα μειώθηκαν δραστικά οι βιομηχανικοί εργάτες και αυξήθηκαν οι εργαζόμενοι στα επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών, στα οποία οι συλλογικές σοσιαλιστικές ιδέες και ταυτότητες μόνο δύσκολα έχουν πέραση.
Είχαμε λοιπόν μια δραστική αλλαγή στην κοινωνική διαστρωμματική δομή. Η σοσιαλδημοκρατία με άλλα λόγια λειτούργησε ως νεκροθάφτης του εαυτού της, φέρνοντας στην επιφάνεια κοινωνικά στρώματα μέσα από την διάχυση της ευημερίας, τα οποία δεν είχαν καμία αναφορά στις σοσιαλιστικές ιδέες.
Κατά συνέπεια τα συμφέροντα των διάφορων κοινωνικών ομάδων εντός του σοσιαλδημοκρατικού εκλογικού σώματος ξεκίνησαν να αποκλίνουν σημαντικά μεταξύ τους.
Οι πιο μορφωμένοι και εξειδικευμένοι εργαζόμενοι προσαρμόστηκαν με μεγαλύτερη ευελιξία στην εποχή της υψηλής τεχνολογίας.
Αυτά τα τμήματα των εργαζομένων συχνά στράφηκαν κατά των κρατικών ρυθμίσεων και της φορολογίας διότι φοβόταν την υπονόμευση των ανταγωνιστικών τους πλεονεκτημάτων.
Έτσι αναπτύχθηκαν αξιώσεις, οι οποίες βρισκόταν σε άμεση αντίθεση με εκείνους οι οποίοι ήταν άνεργοι ή αν είχαν βρει μια θέση εργασίας, αυτή ήταν εξαιρετικά επισφαλής και κακοπληρωμένη.
Η κοινωνική βάση μεταβλήθηκε συν τοις άλλοις σε μια ακόμη ανατρεπτική κατεύθυνση.
Το κοινωνικό κράτος πρόνοιας είχε κατά κάποιο τρόπο οδηγήσει εν μέρει στην εξομάλυνση της σύγκρουσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στην μεταπολεμική περίοδο. Η έννοια της τάξης ακολούθως δεν ήταν πλέον το καθοριστικό στοιχείο ταυτότητας για τους περισσότερους ανθρώπους .
Οι περισσότεροι θεωρούσαν κατά κύριο λόγο τον εαυτό τους ως πολίτες, ακόμη και όταν ανήκαν αντικειμενικά σε κάποια τάξη.
Ταυτόχρονα, η συνεχή απώλεια μελών εκ μέρους των συνδικάτων είχε ως αποτέλεσμα μια διαδικασία “αποσύνδεσης” της ιστορικής σχέσης μεταξύ συνδικάτων και σοσιαλδημοκρατίας. Τα συνδικάτα δεν επαρκούσαν πλέον ως κοινωνική βάση της σοσιαλδημοκρατίας.
Νέες ιδέες
Στην μεταπολεμική περίοδο κέρδισαν έδαφος φιλελεύθερες αριστερές και μετα-υλιστικές ιδέες και αντιλήψεις, ιδίως στις νεότερες γενιές οι οποίες βρισκόταν σε σχίσμα με την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία.
Σε αυτή την δύσκολη σύνθεση της πραγματικότητας κατάφεραν να επικρατήσουν στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα οι “Ανανεωτές ή Εκσυγχρονιστές” ,οι οποίοι υποστήριζαν την στροφή προς μια φιλελεύθερη οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Οι υπολογισμοί τους στηριζόταν στην άποψη της ένταξης των νέων μεσοστρωμάτων στην πολιτική αυτή και της διατήρησης των παλιών στρωμάτων που δεν θα είχαν άλλη εναλλακτική λύση από την παραμονή κάτω από την σοσιαλδημοκρατική ομπρέλα. Οι “ρεφορμιστές” αυτού του τύπου, διακήρυξαν κάποια στιγμή για τη σοσιαλδημοκρατία έναν «τρίτο δρόμο” που είχε ως ιδεολογικό πατέρα τον Anthony Giddens. Ο τρίτος δρόμος κατά την δική του άποψη ορίζονταν ως εναλλακτική λύση μεταξύ συντηρητικού νεοφιλελευθερισμού και του παραδοσιακού κρατισμού – κορπορατισμού της σοσιαλδημοκρατίας.
Ο Giddens υποστήριξε την αναγνώριση της λογικής των αγορών και επέκρινε την έμμονη επιμονή στην ανισότητα της παλαιάς σοσιαλδημοκρατίας.
Η λογική αυτή του εκσυγχρονισμού πράγματι διέγραψε αρχικά μια τροχιά επιτυχίας σε πολλά κράτη με τον τρίτο δρόμο και ανανέωσε ως έναν βαθμό τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, δίδοντας τους παράλληλα τα εφόδια να κερδίσουν τις εκλογές σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Εντούτοις, άλλαξαν ριζικά τον προσανατολισμό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τόσο πολύ που στο τέλος είχε αφανιστεί η κλασσική σοσιαλδημοκρατία και υπήρχε μόνο μια σοσιαλδημοκρατία της αγοράς.
Με την σοσιαλδημοκρατία της αγοράς δεν εννοούμε τον ολοκληρωτικό αποχαιρετισμό της κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά τη συμβατότητά της με την αγορά.
Η σοσιαλδημοκρατική σύζευξη μεταξύ ανάπτυξης και δικαιοσύνης παραμένει, αλλά της αναδιανομής προηγείται η παραγωγή. Η αγορά μετατρέπεται σε κεντρικό μέγεθος αναφοράς της πολιτικής.
Ο μετασχηματισμός αυτός της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας σε σοσιαλδημοκρατία της αγοράς δρομολόγησε την παρακμή των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Αναδρομικά βέβαια καθίσταται σαφές, ότι οι δραματικές αλλαγές στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η δυναμική της παγκοσμιοποίησης και η ανάγκη επιτάχυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, βρήκαν τις δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού ιδεολογικά και πολιτικά απροετοίμαστες. Από την ανάγκη ν’ αποτινάξουν το γραφειοκρατικό μαρξιστικό παρελθόν, βρέθηκαν να «φλερτάρουν» με το αμερικανικό δημοκρατικό μοντέλο του Προέδρου Κλίντον.
Εάν σ’ αυτήν την πολιτική και ιδεολογική «ακροβασία» προστεθούν και οι αντικειμενικές δυσκολίες από την ύπαρξη διαφορετικών και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενων ιστορικών και εθνικών ιδιαιτεροτήτων σε κάθε χώρα, τότε η απόσταση από τη σύγχυση των ευρωπαίων πολιτών είναι πολύ μικρή.
Όλα εκείνα τα χρόνια του “Τρίτου Δρόμου”συνδεόταν με την ψευδαίσθηση ότι η σοσιαλδημοκρατία μπορούσε να είναι η εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης της παγκοσμιοποίησης στον νεοφιλελευθερισμό.
Και για ένα διάστημα φαινόταν ότι αποτελούσε μια πρόταση νικηφόρα.΄Όπως έγραφε ο Μουλόπουλος στο Βήμα “ έμοιαζε με το αβγό του Κολόμβου: αποδεχόμαστε τη λογική της αγοράς και διορθώνουμε με επιλεκτικές πολιτικές τις κοινωνικές καταστροφές που προκαλεί η μετάλλαξη του καπιταλισμού”.
Η μετατόπιση στόχων
Αυτή η εκδοχή όμως της σοσιαλδημοκρατίας χρεοκόπησε και από τότε και μετά δεν παρήχθηκάποια άλλη εκδοχή κεντροαριστεράς.
Κατά συνέπεια σήμερα είναι πολλοί αυτοί που χαρακτηρίζουν τη σοσιαλδημοκρατία ως τη «νέα Δεξιά» που προσπαθεί να γίνει ο νέος «πρίγκιπας» (με τη μακιαβελική έννοια) και να διαδεχθεί τον νεοφιλελευθερισμό, τον οποίο όμως έχει αποδεχθεί ως «το νέο που γεννιέται».
Όλα αυτά όμως συντελούν στη ρήξη με τον στόχο που ετέθη κατά την χρυσή εποχή που διαδραμάτισε η σοσιαλδημοκρατία την μεταπολεμική περίοδο, που δεν ήταν άλλος από την υπόσχεση ότι οι αξίες της αλληλεγγύης και της ισότητας μπορούσαν να ικανοποιηθούν εντός του καπιταλισμού με το κοινωνικό κράτος και την κρατική εγγύηση της πλήρους απασχόλησης.
Σήμερα μετά βίας οι ιδέες της πλήρους απασχόλησης και της ισότητας παραμένουν στον πυρήνα της σοσιαλδημοκρατίας. Πολλοί μάλιστα θεωρούν ότι η σοσιαλδημοκρατία εκπλήρωσε επιτυχώς τον στόχο της που δεν ήταν άλλος από τον αφανισμό του σοσιαλισμού σοβιετικού τύπου. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η σοσιαλδημοκρατία ως πολιτική πρακτική (και όχι ως ιδεολογία, κίνημα ή όρος της πολιτικής φιλοσοφίας), αναπτύχθηκε στην Δυτική Ευρώπη με αμερικανικά κεφάλαια και τεράστια υποστήριξη όλων των μορφών, για να αναχαιτιστεί η δυναμική όσων προωθούσαν την «δικτατορία του προλεταριάτου» στην ήπειρο. Έγινε προσπάθεια ώστε η σοσιαλδημοκρατία να παρουσιάσει ένα διαφορετικό κοινωνικό μοντέλο ανάπτυξης, που να συνδυάζει την ευημερία με την ισότητα, ώστε να αποτελέσει την αποστομωτική απάντηση του καπιταλισμού προς τον σοσιαλισμό των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ανατολής και αλλού.
Και σήμερα τι γίνεται;
Σήμερα η υπεράσπιση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη, πρέπει να αποτελέσει αδιαπραγμάτευτο στόχο. Θα πρέπει όμως να συζητηθούν οι αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Γιατί εκτός από τα δικαιώματα των εργαζομένων, υπάρχουν και τα δικαιώματα των ανέργων. Οι προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη θα πρέπει κάποτε ν’ απαντήσουν στο γιατί οι άνεργοι και οι κοινωνικά περιθωριοποιημένοι εγκαταλείπουν τις προοδευτικές λύσεις για να βρουν, στην απόγνωση τους, «προστασία» στις πιο συντηρητικές πολιτικές και λογικές.
Όπως επισημαίνει ο πάλαι ποτέ πρωθυπουργός της Γαλλίας Michele Rocard, η απορύθμιση, οι ιδιωτικοποιήσεις, η μείωση των κοινωνικών δαπανών, ο αναπροσανατολισμός του συνόλου του επιχειρηματικού μάνατζμεντ αποκλειστικά στην άμεση κερδοφορία, είναι πράγματα που βολεύουν ένα σωρό ανθρώπους. Ως εκ τούτου, κάθε πολιτικό εγχείρημα για να επανεισαγάγουμε στο δημόσιο χώρο την έννοια του «κοινού συμφέροντος», των κανόνων, των ελέγχων, θα είναι σκληρό και δύσκολο.
Θα πρέπει επιπλέον να εξεταστεί εκ νέου η συγκρουσιακή σχέση μεταξύ της δυνατότητας ατομικής επιλογής και κοινωνικής ευημερίας. Οι δημοκρατικές αποφάσεις αποτελούν πολλές φορές ζήτημα εξισορρόπησης μεταξύ συλλογικών και ατομικών συμφερόντων , μια προσπάθεια που τις περισσότερες φορές καταλήγει μονόδρομος υπέρ του ατομικού ή υπέρ του συλλογικού και ελάχιστες φορές ως λύση που σέβεται την αμφίδρομη σχέση. Όσοι ασπάζονται τις αρχές της κοινωνικής Δημοκρατίας σε βάθος, σίγουρα θα έχουν κάποιο ενδιαφέρον να δαμαστούν οι άγριες εκείνες κοινωνικές δυνάμεις που ενδιαφέρονται για μονόπλευρα και απεριόριστα κέρδη, μέσα τη πρόταξη κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών αλληλεξάρτησης για το “κοινό καλό”.
Είναι επίσης σαφές πως αυτή η μάχη, όσο κι αν αυτό δεν είναι ακόμα ευδιάκριτο, θα είναι πρώτα απ’ όλα μία μάχη ιδεολογική: θα πρέπει να νομιμοποιηθεί ξανά η ίδια η ιδέα της ανάγκης ύπαρξης βασικών κανόνων και δημοσίων ελεγκτικών αρχών.
Στο πεδίο ωστόσο αυτό κρίνεται η κεντροαριστερά υπό συνθήκες πολιτισμικής κυριαρχίας των μίντια που είναι πλέον συνδιαμορφωτές της πραγματικότητας και όχι απλοί σχολιαστές της.
Όμως δεν αρκεί η μάχη του κοινωνικού. Πολιτική πάλη πρέπει να διεξαχθεί και σε νέα μέτωπα.
Όπως επισημαίνει ο Skidelsky, το παλαιό μέτωπο ήταν μεταξύ κρατών και ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής – των επιχειρηματιών – σήμερα το μέτωπο είναι μεταξύ των κρατών και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Προτάσεις και μέτρα όπως οι προσπάθειες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για ρύθμιση της αγοράς παραγώγων, η απαγόρευση των βραχυπρόθεσμων πωλήσεων από τη βρετανική κυβέρνηση την επαύριο της χρηματοπιστωτικής χρήσης, ή το αίτημα για επιβολή ανωτάτου κατωφλίου στις αμοιβές των στελεχών του τραπεζικού τομέα αποτελούν τις σύγχρονες εκφράσεις της επιθυμίας για μείωση των δυνατοτήτων της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας να πλήττει την οικονομία. Η νέα εστίαση στην ανάγκη για χαλιναγώγηση της ισχύος του χρηματοπιστωτικού τομέα, αποτελεί, κατά βάση, συνέπεια της παγκοσμιοποίησης. Το κεφάλαιο κινείται μέσα στα σύνορα πιο ελεύθερα και πιο γρήγορα από ό,τι τα αγαθά και οι άνθρωποι.
Η λυδία λίθος των επόμενων πολιτικών εξελίξεων σε όλη την Ευρώπη δεν θα είναι ωστόσο μόνο η ικανότητα διαχείρισης της οικονομικής κρίσης. Και κατ’ επέκταση, η δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που θέτει ένα τέτοιων διαστάσεων πρόβλημα συνδέεται με την ικανότητα επινόησης αναπτυξιακών εργαλείων και νέων παραγωγικών μηχανισμών.
Όσοι ακόμα πιστεύουν στην πολιτική, όπως αυτή διεξάγεται σήμερα, και θεωρούν ότι τα κόμματα εξουσίας, έστω με τη λογική του μη χείρονος, θα σφραγίσουν εσαεί τον κώδικα εξουσίας, θα βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η αναζήτηση μιας σοσιαλδημοκρατικής λύσης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο δεν μπορεί να είναι αποκλειστικό προνόμιο των αξιωματούχων και των πολιτικών.
Καμία φορά εφευρίσκουν τον σοσιαλισμό που επιθυμούν και οι λαοί από μόνοι τους……..Καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά στο κίνημα που αναπτύσσεται πέραν του Ατλαντικού υπό το εύηχο και εξίσου απαιτητικό μότο “Να καταλάβουμε την Wall Street” . Το στοίχημα της νέας Κεντροαριστεράς δεν θα κριθεί από την δυνατότητα να σχηματίζει κυβερνήσεις συνασπισμού και μάλιστα ορισμένες φορές ανίερες αλλά από την συνεργασία μεταξύ των κρατών για την τιθάσευση των αγορών και από τις δομές αλληλεγγύης που θα υπάρξουν οι ίδιες οι κοινωνίες. Το λυκόφως του “νέου” διαφαίνεται αρκεί να ανοίξουμε τα μάτια μας…
Μανόλης Μαυροζαχαράκης
Κοινωνιολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας