Οι διαπιστώσεις ανήκουν στους επιθεωρητές υγείας (ΣΕΥΥΠ) έπειτα από επανέλεγχο που πραγματοποίησαν στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης προκειμένου να αποτιμήσουν την οικονομική ζημία του ιδρύματος από τις παράνομες προμήθειες ορθοπεδικού και νευροχειρουργικού υλικού.
Στο πόρισμά τους οι ελεγκτές υγείας καταλήγουν πως από την υπόθεση με την παράτυπη χρήση των υλικών αυτών, στην οποία φέρονται να συμμετείχαν περίπου 20 γιατροί (πριν από περίπου 1,5 χρόνο), υπήρξε τελική ζημιά 2 εκατομμυρίων ευρώ.
Συγκεκριμένα, οι «Ράμπο» υγείας επισημαίνουν στο πόρισμά τους ότι ακόμη και μέσα στα χειρουργεία είχαν δημιουργηθεί παράνομες αποθήκες υλικών των εταιρειών, ώστε να υπάρχει άμεση πρόσβαση στα προϊόντα αυτά χωρίς έγκριση. Αποτέλεσμα ήταν να αναγκάζεται το νοσοκομείο να τα πληρώνει, αφού είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν έλειπε μόνο η νόμιμη διαδικασία προέγκρισης, αλλά οι εμπλεκόμενοι, σύμφωνα με το πόρισμα, βάφτιζαν την πλειονότητα των περιστατικών ως επείγοντα προκειμένου να κάνουν απευθείας παραγγελίες για λόγους ταχύτερης εξυπηρέτησης των ασθενών.
Οι ελεγκτές σημειώνουν μάλιστα στην έκθεσή τους: «[…] Πώς δικαιολογείται η χρήση ειδών εκτός ενδείξεων ή υπερβολικών ποσοτήτων, με παραγγελίες των γιατρών, όταν αυτή η πρακτική δεν συντομεύει τους χρόνους προμήθειας, δεν προάγει την υγεία των ασθενών, ούτε εντάσσει την ιατρική δεοντολογία στο επίκεντρο των αποφάσεων. Αντίθετα, αντικειμενικά σωρεύει τζίρο και αδικαιολόγητες υπεραξίες στις εταιρείας εμπορίας, σε βάρος (πολλές φορές) και της υγείας, αντί της ζητούμενης προαγωγής της».
Οι «Ράμπο» μιλούν για συγκεκριμένη τακτική που ακολουθούσαν όσοι χρησιμοποιούσαν τα υλικά αυτά προκειμένου να αποκομίζουν κέρδη και να ελέγχουν το σύστημα προμηθειών.
Ενδεικτικά τονίζουν: «[…] Η ύπαρξη αποθήκης των εταιρειών μέσα στα χειρουργεία, αντί της νόμιμης παρακαταθήκης, δεν είναι ένα ουδέτερο γεγονός που έτσι έτυχε από τα πράγματα. Ηταν επιλογή των υγειονομικών χρηστών του υλικού, για να ελέγξουν τις αποφάσεις στις προμήθειες υλικού […]. Δηλαδή το πρόβλημα δεν είναι η διαχειριστική χαλάρωση που δημιούργησε ο χρόνος και οι αδυναμίες εποπτείας της, αλλά η σώρευση συμφερόντων και ο έλεγχός τους επί των αποφάσεων των προμηθειών, που απαιτούν δικούς τους άτυπους μηχανισμούς και λειτουργούν με άτυπες διαχειριστικές σχέσεις».
Στο πόρισμα περιγράφεται επίσης ότι υπάρχουν ζητήματα δεοντολογίας κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της ΕΔΕ: «Για παράδειγμα, παραθέτουμε την εξάρτηση μεταξύ ελεγκτή και ελεγχόμενου που παράγουν οι εκλογές για διευθυντές κλινικών, η εκλογή συγγενών τους σε μέλη ΔΕΠ, οι ιεραρχικά υπάλληλες και εξ αυτού εξαρτημένες σχέσεις εργασίας που έχουν συγγενικά τους μέλη ΔΕΠ στις δύο κλινικές που διευθύνουν κ.ά.».
Ευθύνες για καθυστέρηση επιβολής κυρώσεων επικρατούσαν και στα όργανα του υπουργείου Υγείας, καθώς εδώ και 13 μήνες «δεν συνεδρίασε το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο του υπουργείου Υγείας και δεν έλαβε καμία σχετική απόφαση, παρά την αρνητική δημοσιότητα που έλαβε η υπόθεση και την αντικειμενική παρεμπόδιση επίτευξης των σκοπών του φορέα».
Η έκθεση έχει διαβιβασθεί ήδη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, προκειμένου να συνεκτιμηθούν και αυτά τα ευρήματα αλλά και στον γενικό επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης.
Δ. ΕΥΘ.