Η οικονομική κρίση φαίνεται να βλάπτει σοβαρά την υγεία και δη την ψυχική.
Δεν είναι μόνο ότι το κράτος πρόνοιας αποσαθρώνεται, ότι συρρικνώνονται τα κονδύλια για τη στήριξη, τη θεραπεία, την επανένταξη του ψυχικά πάσχοντος και φαντάζει μετέωρο το επόμενο βήμα της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης. Είναι, επίσης -όπως προκύπτει από επιδημιολογική μελέτη του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ)- ότι το μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο και η διαταραχή γενικευμένου άγχους συσχετίζονται άμεσα με οικονομικές μεταβλητές. Πρωτίστως με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάποιος να αντεπεξέλθει στις καθημερινές οικονομικές του υποχρεώσεις και ανάγκες, με τα προσωπικά του χρέη και την ανεργία.
Ενδεικτικό άλλωστε ότι τα άτομα που έχουν υψηλή οικονομική δυσχέρεια εμφανίζουν μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο σε ποσοστό τριπλάσιο (20,9%) συγκριτικά με αυτούς που έχουν λιγότερα οικονομικά προβλήματα (6,2%).
Παρόμοια τα ευρήματα όσον αφορά και τη διαταραχή γενικευμένου άγχους, ενώ ιδιαίτερα αποκαλυπτικό είναι το στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα: το 21,2% των ανθρώπων που βρίσκονται σε υψηλή οικονομική δυσχέρεια έχουν σκέψεις αυτοκτονίας. Ποσοστό τριπλάσιο (και πάλι) σε σχέση με εκείνο των ατόμων με χαμηλή οικονομική δυσχέρεια που κάνουν τέτοιες σκέψεις (7,4%).
Η έρευνα, τη συνολική εποπτεία και τον σχεδιασμό της οποίας είχε το ΕΠΙΨΥ και ο διευθυντής του, ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής και ακαδημαϊκός Κ. Στεφανής, διεξήχθη από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Απρίλιο του 2011 σε δείγμα 2.256 ατόμων (πανελλαδικά) ηλικίας 18 ετών και άνω, μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων που πραγματοποιήθηκαν από τη εταιρεία ΚΑΠΑ RESEARCH. Επιστημονικά υπεύθυνοι γι’ αυτήν είναι η Μαρίνα Οικονόμου, επίκουρη καθηγήτρια Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο ομότιμος καθηγητής Μιχάλης Μαδιανός, ενώ στην επιστημονική ομάδα εργασίας μετείχαν η ψυχολόγος Λίλη Πέππου, ο ψυχίατρος Χρήστος Θελερίτης και ο Αθανάσιος Πατελάκης, στατιστικός.
Μεταξύ των άλλων ερευνητικών στόχων ήταν και η σύγκριση των αποτελεσμάτων με αυτά ανάλογης έρευνας του 2009.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρήθηκε μια ποσοστιαία αύξηση της τάξης του 15,3% των ανθρώπων που απάντησαν θετικά στο ερώτημα εάν τον τελευταίο μήνα ένιωσαν μελαγχολία σε καθημερινή βάση για τουλάχιστον δύο εβδομάδες. «Ναι» απάντησε το 54,4%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν 47,2%.
Ακόμη: περίπου 8 στους 100 Ελληνες προέκυψε να εμφανίζουν (τον τελευταίο μήνα πριν από την έρευνα) συμπτωματολογία κλινικής κατάθλιψης που χρήζει ψυχιατρικής φροντίδας. Το ποσοστό αυτό (8,2%) κρούει σίγουρα το καμπανάκι, αν αναλογιστεί κανείς ότι το αντίστοιχο στην έρευνα του 2009 ήταν 6,8%. Παρατηρείται δηλαδή μια αύξηση της τάξης του 20,6%. Ενώ το «κάθε πέρσι και καλύτερα» επιβεβαιώνεται καθώς το 2008, πριν δηλαδή γίνει ορατή η οικονομική κρίση, σε ανάλογη έρευνα, που πραγματοποιήθηκε τη χρονιά εκείνη από το ΕΠΙΨΥ, είχε ανιχνευτεί μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο στο 3,3% του δείγματος. Το 6,7% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι τον τελευταίο μήνα πριν από τη διεξαγωγή της έρευνας έκανε σκέψεις για αυτοκτονία, ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 1,5% δήλωσε ότι είχε, στο ίδιο χρονικό διάστημα, προσπαθήσει να αυτοκτονήσει.
Τα αντίστοιχα ποσοστά του 2009 ήταν σαφώς χαμηλότερα. Σκέψεις είχε κάνει το 6,2% (μιλάμε για μια αύξηση δηλαδή της τάξης του 8,1%) ενώ, όσον αφορά τις απόπειρες το 2009, το ποσοστό ήταν στο 1,1% και το 2008 στο 0,6%.
Σε σχέση με το 2009 αυξημένο κατά 20,4% εμφανίζεται φέτος το ποσοστό αυτών που βρίσκονται σε υψηλή οικονομική δυσχέρεια, όπως αυτή ορίζεται με βάση τον δείκτη IPED (Index Of Personal Economic Distress) που προκύπτει από τις απαντήσεις σε οκτώ συγκεκριμένα ερωτήματα. Αυτά έχουν να κάνουν με τη δυνατότητά των ερωτηθέντων να καλύψουν τα έξοδα της καθημερινότητας τους (λογαριασμοί κοινής ωφέλειας, τραπεζικά δάνεια, πιστωτική κάρτα, ενοίκιο, δόση αυτοκινήτου, σούπερ μάρκετ, ένδυση-υπόδηση, ψυχαγωγία). Συγκεκριμένα ενώ πριν δυο χρόνια το 13,7% δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στις παραπάνω υποχρεώσεις και ανάγκες, σήμερα το ποσοστό έχει ανέβει στο 16,5%.
Ενας στους πέντε, δηλαδή το 19,9% (έναντι 15,3% το 2009), αντιμετωπίζει «συχνά» δυσκολία να πληρώσει τους τρέχοντες λογαριασμούς της ΔΕΗ, του ΟΤΕ ή τα κοινόχρηστα ενώ «κάποιες φορές», απαντάει, ότι δυσκολεύεται το 24% (21,3% το 2009).
Σχεδόν 50% μέσα σε δυο χρόνια έχει αυξηθεί το ποσοστό (από το 12,8% ανέβηκε στο 19%) των ανθρώπων που δηλώνουν ότι «συχνά» δυσκολεύονται να καλύψουν τη δόση ενός τραπεζικού δανείου, ενώ υπερδιπλασιάστηκαν τα ποσοστά αυτών που δίνουν την ίδια απάντηση όσον αφορά το νοίκι και τα δίδακτρα των φροντιστηρίων. Στην πρώτη περίπτωση το ποσοστό από το 4% το 2009, έφτασε στο 9,4% και στη δεύτερη, από το 5,2% στο 12,2%.
Την ελάχιστη δόση κάποιας πιστωτικής κάρτας δεν μπορεί να πληρώσει «συχνά» το 14%. Επίσης «συχνά» δυσκολεύεται να καλύψει τις ανάγκες για ένδυση και υπόδηση το 21% και να αντεπεξέλθει στα έξοδα του σούπερ μάρκετ το 13,4% (τα αντίστοιχα ποσοστά το 2009 ήταν 15,9% και 11,5%).
Αντί επιλόγου να σταθούμε σ’ ένα εύρημα που ανιχνεύεται στις παραπάνω επιδημιολογικές μελέτες και καταγράφεται, διεθνώς, σε άλλες, όπως αυτή των ερευνητών Φ. Ζίμερμαν και Ου. Κάτον: το ατομικό εισόδημα από μόνο του δεν φαίνεται να έχει επίδραση την κατάθλιψη. Αιτιακή σχέση και υψηλή σημασία όσον αφορά την κατάθλιψη φαίνεται να έχει η ανεργία και η αναλογία ανάμεσα στη συνολική οικονομική κατάσταση του ατόμου και στα χρέη του.