Τον κίνδυνο της πλήρους απαξίωσης του κοινωνικού και επιστημονικού έργου του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, εξαιτίας της μείωσης της κρατικής επιχορήγησης και την ένταξη των εργαζόμενων στο καθεστώς της εργασιακής εφεδρείας, ανέπτυξε το προεδρείου του Ινστιτούτου κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στο βιβλιοπωλείο «Ιανός».
Το Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού που ιδρύθηκε το 1965 και έκλεισε προσωρινά από τη Χούντα των Συνταγματαρχών το 1973, επαναλειτούργησε στη μεταπολίτευση και από το 1979 λειτουργεί ως Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Σήμερα, λόγω των δραστικών και οριζόντιων πολλές φορές περικοπών, κινδυνεύει να σταματήσει το σημαντικότατο έργο του για τη δημόσια και δωρεάν υγεία των παιδιών, όπως τον προληπτικό έλεγχο νεογνών, ώστε να αποτρέπεται η γέννηση παιδιών με σοβαρά νοητικά προβλήματα, αλλά και η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία παιδιών με σπάνιες νόσους.
«Ζητούμε να διασωθεί το έργο που παρέχει το Ινστιτούτο και όχι οι θέσεις μας ή οι ταμπέλες» δήλωσε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, κύριος Γιώργος Νικολαΐδης, υπογραμμίζοντας πως το εργασιακό κόστος του εν λόγω Ινστιτούτου είναι μηδαμινό σε σχέση με το επιστημονικό και κοινωνικό του έργο. «Στο Ινστιτούτο εργάζονται 56 υπάλληλοι, οι μισοί εκ των οποίων είναι επιστήμονες. Ο ίδιος εγώ ως πρόεδρος του Ινστιτούτου, ως γιατρός ψυχίατρος με 20 χρόνια εργασιακή εμπειρία, με μεταπτυχιακούς τίτλους και διδακτορικό έλαβα ως αμοιβή τον περασμένο μήνα 1300 ευρώ. Είναι αλήθεια μεγάλο το ποσό»; Ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Νικολαΐδης.
Οι υπηρεσίες που παρέχει το Ινστιτούτο γίνονται όλο και πιο δύσκολες καθώς η περεταίρω μείωση της κρατικής επιχορήγησης δεν θα μειώσει το κόστος του δημοσίου, αλλά αντίθετα ο κρατικός κορβανάς θα επιβαρυνθεί περισσότερο λόγω του κόστους που θα απαιτηθεί για τη θεραπεία και την αποκατάσταση παιδιών που θα γεννηθούν με σπάνιες ασθένειες, καθώς και των κακοποιημένων και παραμελημένων παιδιών. «Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για κάθε ένα δολάριο που προσφέρεται για την πρόληψη της κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών εξοικονομούνται 19 δολάρια από το κόστος θεραπείας και περίθαλψης» ανέφερε η κυρία Ελένη Μιχελακάκη, βιοχημικός και διευθύντρια εργαστηρίων του Ινστιτούτου.
«Οι σπάνιες νόσοι δεν είναι τελικά τόσο σπάνιες, καθώς αφορούν στο 6-8% του πληθυσμού. Το Ινστιτούτο είναι ο μοναδικός φορέας στην Ελλάδα που ασχολείται με αυτό το αντικείμενο. Τον τελευταίο χρόνο πληρωνόμαστε κάθε τρεις περίπου μήνες. Η ύπαρξη κάποιων εργαστηρίων είναι ζήτημα ζωής και θανάτου και φυσικά ζήτημα ποιότητας ζωής για όσους επιβιώνουν από τις σπάνιες αυτές νόσους.».