Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ζήτησε να εκδικαστεί στην ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης (εξπρές) η προσφυγή που κατέθεσε χθες και στρέφεται κατά του τέλους επιτηδεύματος, το οποίο χαρακτηρίζει αντισυνταγματικό, παράνομο και αντίθετο με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Ο ΔΣΑ και ο πρόεδρός του Γιάννης Αδαμόπουλος κατέθεσαν προσφυγή στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο και στρέφονται κατά της από 2.8.2011 απόφασης του υπουργού Οικονομικών (ΠΟΛ.1167) που καθορίζει τη διαδικασία για τη βεβαίωση και είσπραξη του τέλους επιτηδεύματος (σ.σ.: δεν στρέφεται κατά του σκέλους της υπουργικής απόφασης που αφορά την ειδική εισφορά αλληλεγγύης και την έκτακτη εισφορά σε αντικειμενικές δαπάνες).
Οι δικηγόροι υποστηρίζουν ότι το τέλος επιτηδεύματος κατ’ ουσία αποτελεί φόρο και όχι τέλος και αντιβαίνει τις συνταγματικές επιταγές. Ειδικότερα υπογραμμίζουν ότι αντιβαίνει στο άρθρο 78 του Συντάγματος, που απαγορεύει την “κατ’ έχει κεφαλήν” φορολόγηση, καθώς το επίμαχο τέλος ως μοναδικό κριτήριο επιβολής του έχει την ιδιότητα του επιτηδευματία ή του ελεύθερου επαγγελματία, χωρίς αυτό να συνδέεται με το εισόδημα, την περιουσία κτλ. του φορολογούμενου.
Ακόμη, αντιβαίνει στη συνταγματική αρχή της φορολογικής ισότητας (άρθρο 4 παράγραφος 5 του Συντάγματος) και αυτό γιατί επιβάλλει μια φορολογική επιβάρυνση στο σύνολο των επιτηδευματιών και ελευθέρων επαγγελματιών, χωρίς καμία άλλη διάκριση που να συνδέεται με τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου.
Σύμφωνα με τον ΔΣΑ, παραβιάζονται και οι συνταγματικές επιταγές των άρθρων 5 και 25 που κατοχυρώνουν το δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας.
Επιπλέον, παραβιάζεται η κοινοτική οδηγία 2006/123/Κ για την άσκηση της ελεύθερης εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών επισημαίνει, τέλος, ότι είναι αντισυνταγματική η διάταξη της επίμαχης υπουργικής απόφασης που αναφέρει ότι σε περίπτωση που φορολογούμενος προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια κατά του ύψους του τέλους που θα του καταλογιστεί, υποχρεούται να καταβάλει προηγουμένως το 50% της αξίας του. Συγκεκριμένα αντίκειται στο συνταγματικά αλλά και από διεθνείς συμβάσεις κατοχυρωμένο δικαίωμα της δικαστικής προστασίας.