“Μετά την κάνναβη, τα διεγερτικά τύπου αμφεταμινών (ATS) είναι το δεύτερο ναρκωτικό που χρησιμοποιείται περισσότερο στον κόσμο, μπροστά από την ηρωίνη και την κοκαΐνη”, σύμφωνα με την έκθεση του UNODC.
Η υπηρεσία του ΟΗΕ υπογραμμίζει τις αλλαγές στην αγορά ναρκωτικών και την αύξηση του αριθμού των παράνομων εργαστηρίων παρασκευής ATS που ανακαλύφθηκαν.
“Η αγορά των ATS εξελίχθηκε, από μια βιομηχανία ‘οικιακής’ παρασκευής σε μικρή κλίμακα, σε μια αγορά του τύπου αυτής της κοκαΐνης και της ηρωίνης, με υψηλότερο επίπεδο ολοκλήρωσης και με οργανώσεις του εγκλήματος να εμπλέκονται σε όλη την αλυσίδα παραγωγής και διακίνησης”, εξήγησε ο διευθυντής της UNODC Γιούρι Φεντότοφ.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται πως τα ATS είναι εύκολο να παρασκευαστούν και απαιτούν σχετικά μικρή επένδυση για μεγάλη απόδοση, αντίθετα από τα ναρκωτικά που βασίζονται σε φυτά, όπως η κοκαΐνη και τα οπιούχα.
Στη νοτιοανατολική Ασία, την περιφέρεια που πλήττεται περισσότερο από τα ATS, ο αριθμός των χαπιών ATS που κατασχέθηκαν αυξήθηκε από 32 εκατ. το 2008 σε 93 εκατ.το 2009 και σε 133 εκατ.πέρυσι.
Βλέπουμε την παραγωγή να καλύπτει νέες αγορές και οι δρόμοι των ναρκωτικών διαφοροποιούναι για να φτάσουν σε ζώνες που ως τώρα δεν είχαν πληγεί από τα ATS”, πρόσθεσε ο Φεντότοφ.
Για παράδειγμα, η Λατινική Αμερική και η Δυτική Αφρική ανακάλυψαν πρόσφατα για πρώτη φορά λαθραία εργαστήρια παρασκευής ATS.
Η UNODC αναφέρει επίσης μια αυξανόμενη τάση μεταξύ των χρηστών ναρκωτικών στην ανατολική και τη νοτιοανατολική Ασία να παίρνουν με ένεση τα ATS, με συνέπειες επικίνδυνες για την υγεία, κυρίως εξαιτίας του ιού HIV που προκαλεί το AIDS.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται επίσης, η εμφάνιση νέων συνθετικών συστατικών στα οποία δεν έχουν επιβληθεί κανονιστικές ρυθμίσεις και τα οποία μιμούνται την επίδραση των παράνομων ουσιών και διαφεύγουν των διεθνών κανονισμών ελέγχου που ισχύουν στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
“Πολύ επικίνδυνα και ωστόσο θεωρούμενα ακόμη νόμιμα σε πολλές χώρες, τα ναρκωτικά αυτά είναι ευρέως προσβάσιμα στο Ίντερνετ”, εξηγεί η UNODC στην ανακοίνωσή της.