Ενώ στη χώρα μας η οικονομική κρίση έχει μετεξελιχθεί σε βαθιά κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση, καθώς η ύφεση βαθαίνει και το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, το Υπουργείο Υγείας επαναφέρει μια υγειονομική διάταξη (ΓΥ/39Α) για εξετάσεις σε πάσχοντες από λοιμώδη και άλλα νοσήματα χωρίς τη συναίνεσή τους και με τη συνδρομή της αστυνομίας.
Πριν από περίπου ένα χρόνο συνελήφθησαν και υποχρεώθηκαν σε εξετάσεις εκδιδόμενες γυναίκες στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας. Στη συνέχεια όσες βρέθηκαν θετικές στον ιό HIV/AIDS κατηγορήθηκαν για σκοπούμενη βαριά σωματική βλάβη και οι περισσότερες προφυλακίστηκαν, αφού πρώτα διαπομπεύθηκαν με τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών τους και των προσωπικών τους στοιχείων. Η δημοσιοποίηση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων έγινε κατά παράβαση του ιατρικού απορρήτου και προσέβαλε βάναυσα τα ανθρώπινα δικαιώματα δημιουργώντας αντιδράσεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Η δε αθώωση των κατηγορουμένων από τα ελληνικά δικαστήρια για ένα έγκλημα χωρίς θύμα ένα χρόνο αργότερα πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων.
Αυτή η κατασταλτική πολιτική στην υγεία συνεχίστηκε με την επιχείρηση «Θέτις» που περιελάμβανε μεταφορά εξαρτημένων στην Αμυγδαλέζα στο πλαίσιο των επιχειρήσεων σκούπα και υποχρέωσή τους σε ιατρικές εξετάσεις. Και η κατάσταση χειροτερεύει: Έξω από δημόσια νοσοκομεία συλλαμβάνονται οροθετικοί που βρίσκονται σε θεραπεία απεξάρτησης και οδηγούνται στη φυλακή για μικροπαραβάσεις που έκαναν όταν ήταν χρήστες, διακόπτοντας σήμερα τη θεραπεία τους. Με αυτόν τον τρόπο όσοι ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας και αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας βρίσκονται πλέον στο στόχαστρο των υπηρεσιών δίωξης και καταστολής.
Όσον αφορά τη συνεργασία ορισμένων οργανισμών υγείας με την αστυνομία στις πρακτικές υποχρεωτικών εξετάσεων, κρατήσεων, απομόνωσης, δημιουργεί ρήγμα στις σχέσεις των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το σύστημα υγείας και τους οδηγεί σε απομάκρυνση από αυτό. Έτσι, όχι μόνο δεν περιορίζεται η μετάδοση των λοιμωδών νοσημάτων αλλά ενισχύεται, με κίνδυνο για τους ίδιους και για τη δημόσια υγεία. Και αυτό για τον πολύ απλό λόγο ότι κάποιος που πάσχει από νόσημα το οποίο μπορεί να θεωρηθεί κίνδυνος για τη δημόσια υγεία θα αποφύγει τις εξετάσεις, τη θεραπεία, την προσέγγιση των υπηρεσιών υγείας, αφού κινδυνεύει να συλληφθεί, να διαπομπευθεί, να προφυλακιστεί.
Όταν οι περικοπές στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας είναι τεράστιες, όταν τα προβλήματα συνεχώς οξύνονται και οι ανάγκες μεγαλώνουν, η αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων και αποδιοπομπαίων τράγων δεν έχει στόχο να περιορίσει τις μολύνσεις αλλά να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη και να απομακρύνει από τα πραγματικά αίτια της κατάστασης και τις λύσεις.
Όταν η αστυνομία έρχεται να υποκαταστήσει το ρόλο των υπηρεσιών υγείας και οι οργανισμοί υγείας παραβιάζουν το απόρρητο και τη δεοντολογία στο πλαίσιο μιας «αγαστής συνεργασίας» με τις υπηρεσίες δίωξης, ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Χθες ήταν οι εκδιδόμενες γυναίκες, οι μετανάστες, σήμερα οι εξαρτημένοι. Ποιοι θα ‘ναι άραγε οι επόμενοι;
* Ο Χαράλαμπος Πουλόπουλος είναι διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών, διευθυντής του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ). Είναι πρόεδρος της επιστημονικής και συμβουλευτικής επιτροπής της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Θεραπευτικών Κοινοτήτων (W.F.T.C.) και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Θεραπευτικών Κοινοτήτων (E.F.T.C).
http://news247.gr/eidiseis/gnomes/xaralampos-poulopoulos/h_ygeia_ypo_astynomikh_epithrhsh.2318244.html