Χρήστος Απ. Μαντάς Πρ. Ιατρ. Συλ. Ρόδου. Δωδεκάνησος και Ελευθέριος Βενιζέλος


ΡΟΔΟΣ 1998

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Στου ξένου κι αν σου γράφτηκε ζυγού να πέσεις τον Καιάδα, σκλάβα ή κυρά είσαι αθάνατη, Ρόδος, γιατί κι εσύ είσαι Ελλάδα, μ’ όλα τα Δωδεκάνησα
Κ. Παλαμάς
ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
ΚΑΙ Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ *   *   *
1.    Εισαγωγή
Πενηνταετία συμπληρώθηκε εφέτος, από τις 7 Μαρτίου, όταν στην πρωτεύουσα της Δωδεκανήσου, τη Ρόδο, με, την επίσημη παρουσία των εκπροσώπων της Πολιτείας, επισφραγιζόταν η Ένωση των νησιών του δωδεκανησιακού συμπλέγματος με τη Μητέρα Πατρίδα. Λέμε “επισφραγιζόταν”, γιατί οι Δωδεκανήσιοι τόσο την 9η Μαΐου 1945,όπου ήρθαν σαν “απελευθερωτές” οι Άγγλοι, όσο και, την 31η Μαρτίου 1947, με τη Στρατιωτική Διοίκηση, τις θεωρούσαν ημερομηνίες προενωτικές και όχι, οριστικής μορφής επίλυσης του δωδεκανησιακού προβλήματος. Ήταν, κατά την έκφραση του τότε Αντιβασιλέα και Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, που ήρθε στη Ρόδο με το “Αβέρωφ” στις 15.5.1945, ο “αρραβώνας”, ενώ η τελετουργία του “γάμου” έγινε στις 7.3.1948.
Η Δωδεκάνησος, πριν από την προσάρτηση στη Μητέρα- ‘Πατρίδα, γνώρισε ξενική κατοχή 638 χρόνων. Ενώ προηγούμενα αποτελούσε επαρχία της απέραντης Ελληνικής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, μέχρι το 1309 μ.Χ.Από του έτους αυτού καταλήφθηκε υπό των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη. Έκτοτε, από την περιοχή του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος πέρασαν: η ιπποτική κυριαρχία (1309 – 1522), η τουρκοκρατία (1522 – 1912) και στη χρονική περίοδο 1912-1945, επί 33 χρόνια, η ιταλική τυραννία. Για να επιβεβαιωθεί και στην περίπτωση της Δωδεκανήσου ο στοχασμός του μεγάλου μας ποιητή Ελύτη στο “Άξιον Εστί”: “…ήρθαν ντυμένοι φίλοι, αμέτρητες φορές οι εχθροί μας”. Παρόλες, όμως, αυτές τις διαδοχικές ξένες επικυριαρχίες, ο Δωδεκανησιακός λαός διατήρησε την Ελληνική γλώσσα, την Ορθοδοξία και γενικά τα Ελληνικά ήθη και έθιμα. Και επί αιώνες, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, αγωνιζόταν κατά της ξένης καταπίεσης, επιδιώκοντας και έχοντας, πάντοτε, κατά νου, την Ένωση με την Ελλάδα, αν και εναλλάκτηκαν 22 γενεές.
2.    Πότε δημιουργήθηκε το Δωδεκανησιακό Ζήτημα
Τόσο κατά την περίοδο των Ιπποτών, όσο και των Τούρκων, δεν υπήρχε Δωδεκανησιακό Ζήτημα, με τη διάσταση, τουλάχιστον, που του είχαν δώσει οι Ιταλοί. Επί τουρκοκρατίας, .μάλιστα, η οποία διήρκεσε 390 ολόκληρα χρόνια, το Δωδεκανησιακό, από πλευράς των Τούρκων, ήταν ενταγμένο στο γενικότερο πλαίσιο του υπόδουλου Ελληνισμού. Άλλωστε, τα τουρκοκρατούμενα τότε Ελληνικά νησιά δεν ήταν μόνο τα Δωδεκάνησα, αλλά το σύνολο του Αιγαιοπελαγίτικου, σχεδόν, συγκροτήματος, 24 τον αριθμό, με πληθυσμό 458.355. Από αυτούς, το 1911, 426.899 ήταν Έλληνες, 26.898 Τούρκοι και 4.558 διάφοροι.
–   4   –
Τα προνόμια της Δωδεκανήσου επί τουρκοκρατίας, ιδιαίτερα για τα μικρά νησιά, καθόσον σε μερικές περιπτώσεις εξαιρούνταν η Ρόδος και η Κώς, που είχαν παραχωρηθεί, μάλλον, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, προστατεύονταν, κατά κάποιον τρόπο, και από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Αυτό εξηγείται και εκ του γεγονότος, ότι οι κατά καιρόν διαμαρτυρίες των νησιωτών λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη από την Οθωμανική Διοίκηση. Εξάλλου, συνέχεια δηλωνόταν από τουρκικής πλευράς, ότι τα νησιά του Αιγαίου για την Τουρκία δεν είχαν καμία αξία, ακόμη και από στρατηγικής άποψης, καθόσον αυτή δεν είχε τις απαιτούμενες ναυτικές δυνάμεις για να τα υπερασπίσει κ.ο.κ.
Έτσι, με την τούρκικη κατάκτηση, δημιουργήθηκε μια πολιτική κατάσταση, η οποία, βέβαια, διατηρήθηκε επί μακρόν, αλλά τούτο οφειλόταν αφ’ενός μεν στην τότε δύναμη του Οθωμανικού κράτους, αφ’ετέρου δε στην ανοχή των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, οι οποίες επιθυμούσαν να διατηρηθεί ή ιδιομορφία αυτή, άλλοτε εξ αδυναμίας, άλλοτε, επειδή ήθελε η καθεμία για λογαριασμό της να δημιουργήσει, εν καιρώ, δική της σφαίρα επιρροής, στο ζωτικό χώρο της Μεσογείου.
Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, ως εκ τούτου, το δημιούργησαν οι Ιταλοί. Και κατά τη διάρκεια της κατοχής τους, από το 1912 και μετέπειτα, πέρασε από πολλές φάσεις. Γενικά, μπορούμε να πς χωρίσουμε σε δύο : Την πρώτη από το 1912 μέχρι το 1920 και τη δεύτερη από το 1921 μέχρι το 1947.
3. Η πολιτική της Ελλάδας έναντι του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, κατά τη δεκαετία του ΊΟ (1912 – 1920)
Στην Ελλάδα, μετά τη στρατιωτική επανάσταση του 1909 και ειδικότερα από το 1911 μέχρι το 1920, τόσο στην εσωτερική πολιτική, όσο και στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, κυριαρχεί η φυσιογνωμία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος, κατά διεθνή παραδοχή, ήταν φωτεινός πολιτικός και συνδύαζε, όπως είχε πει επιγραμματικά ο Γεώργιος Παπανδρέου, τον “ποιητή” με τον “πραγματοποιό. £ε άλλη, επίσης, ευκαιρία θα προσθέσει: “…Όπως εις το θαύμα της Καινής Διαθήκης, οι παραλυτικοί αίρουν τον κράβατον και περιπατούν, ούτω και η παραλυτική Ελλάς του ’97, εις το πρόσταγμα του Βενιζέλου περιπατεί και πραγματοποιεί, εντός δέκα ετών, όσα εις μάτην στενάζον, επί αιώνας, επόθει το Γένος”. Και συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων πολιτικών Ανδρών, που διετέλεσαν Πρωθυπουργοί κατά την περίοδο της νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας. Γιατί , αναμφίβολα, ενώ ο Καποδίστριας, θεμελίωσε το νεοελληνικό Κράτος και συνετέλεσε στη διεθνή του αναγνώριση, ο Χαρίλαος Τρικούπης με τη μαχητικότητα του καθιέρωσε την αρχή της δεδηλωμένης και ξεκίνησε τα έργα υποδομής, ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι εκείνος που συνέδεσε το όνομα του με τη μεγαλύτερη Εθνική εξόρμηση του 20ού αιώνα για τα μεγάλα ιδανικά της φυλής. Παρά ταύτα, ακολουθώντας τη μοίρα των Μ*εγάλων
–   5   –
πολιτικών μας, υπέστη ένα “ανάθεμα” και δύο δολοφονικές απόπειρες. Και επιπλέον, ενώ ήταν ο γνησιότερος εκφραστής της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, του ηρωικού νησιού με τις πεντάμορφες και με τους αντρειωμένους, κατά τον ποιητή, και ήλθε σε σφοδρή σύγκρουση αργότερα με τον εκεί Αρμοστή, πρίγκιπα Γεώργιο, εντούτοις, το 1912, ως πρωθυπουργός της Χώρας, μπροστά στο γενικότερο Εθνικό συμφέρον, “πέτρωσε” την καρδιά του και με προσωπική του εντολή απαγορεύθηκε η είσοδος στη Βουλή των Ελλήνων των Κρητικών Βουλευτών που έστελλε η Μεγαλόνησος, προτού αναγνωριστεί, όμως, ακόμη επίσημα από τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Ένωση της με την Ελλάδα.
Το Βενιζέλο κάλεσε από την Κρήτη ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος για να πραγματοποιήσει την ανόρθωση της Ελλάδας, να βάλει κάποια τάξη στα πολιτικά μας πράγματα, αλλά ταυτόχρονα και για να εμπνεύσει νέα ιδανικά, ορμή και εξυγίανση, ύστερα από την ηττοπάθεια που κατείχε τον Ελληνικό λαό, εξαιτίας της Εθνικής ταπείνωσης, εκ του πολέμου του 1897. Επιπλέον δε, είχεν εξασθενίσει και η εμπιστοσύνη και αυτών των Ελλήνων στο μέλλον της Χώρας. Ενόψει, επιπρόσθετα, και των διαφαινόμενων από το 1910 ανακατατάξεων στο βαλκανικό χώρο.
Το Σεπτέμβριο του 1911 η Ιταλία κήρυξε πόλεμο κατά της Τουρκίας, με αφορμή τις Οθωμανικές επαρχίες στην Τριπολίτιδα και Κυρηναϊκή και το Μαϊο του 1912 κατέλαβε τη Δωδεκάνησο, ύστερα από άδεια της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, υπό τύπον προσωρινότητας, με το αιτιολογικό να εκβιάσει, δήθεν, την Τουρκία, σε υποχωρήσεις, ως προς τις προαναφερθείσες δύο περιοχές στην Αφρική. Υπό το πρόσχημα αυτό έμπαινε σε εφαρμογή μακροπρόθεσμη πολιτική επέκτασης της Ιταλίας προς τη Μεσόγειο, και αλλού. Επεκτατική πολιτική, την οποία συνέχισε εντονότερα και απροκάλυπτα και ο Μουσσολίνι, μετά το 1922, κατακτώντας στη δεκαετία του’30, την Αιθιοπία και Αλβανία.
Είναι βέβαιο, ότι οι Δωδεκανήσιοι αρχικά έδειξαν ανοχή, ανάμικτη με ελπίδα, ώστε την κατάληψη των νησιών από. την Ιταλία, να την χαιρετίσουν με το αίσθημα της προσωρινής κατοχής. Στη ψευδαίσθηση αυτή συνετέλεσαν και οι διαβεβαιώσεις που έδωκαν οι αρμόδιοι παράγοντες των Ιταλών, τόσο με το διάγγελμα του Στρατιωτικού Διοικητή Giovanni Ameglio, όσο και με τα λόγια του ίδιου προς τον τότε Μητροπολίτη Ρόδου Βενιαμίν και κατόπιν Οικουμενικό Πατριάρχη. Στη ν τελευταία, μάλιστα, περίπτωση ο Ameglio διερύνοντας. περισσότερο τις διαβεβαιώσεις αναφέρθηκε, εκτός της ευμενούς μεταχείρισης των κατοίκων,· και στην προσωρινότητα της ιταλικής κατοχής και με έμφαση τόνισε: “…Αυτά σας λέγω ως Χριστιανός και ως Στρατηγός και τους λόγους μου να θεωρήσετε, ως λόγους Ευαγγελίου”.
Σύντομα οι ενθουσιασμοί των πρώτων ημερών εξατμίστηκαν και οι Δωδεκανήσιοι προσγειώθηκαν .στην πραγματικότητα. Οι Ιταλοί έκαναν, σκόπιμα, ύπουλες διαβεβαιώσεις. Με τη συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού, τόσο εντός της Δωδεκανήσου, όσο και εκτός, και με την ενεργό
—   6   ~
κινητοποίηση των απανταχού της γης Δωδεκανησίων, άρχισε να παρακολουθείται η κατάσταση. Καθόσον, έγινε, πλέον, ολοφάνερο, ότι οι Ιταλοί, αν και εξαρχής δεν εθεώρησαν δυνατή την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ιταλία, επεδίωκαν, με διάφορους τρόπους, να παραμείνουν, ως κυρίαρχοι στα νησιά. Ή εν πάση περιπτώσει, αναλόγως των τότε διεθνώς εξελίξεων, ως και τον επί θύραις Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο,η ιταλική διπλωματία, με καιροσκοπική πρόθεση, προσπαθούσε να επιτύχει έστω το έλασσον, ήτοι ανταλλάγματα σε εύθετο χρόνο.
Στα παραπάνω πλαίσια και με τον κυνισμό που διακρίνει πάντοτε τις ενέργειες και αποφάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και όπως μαρτυρούν επιπρόσθετα και τα ευρωπαϊκά διπλωματικά αρχεία της εποχής εκείνης, αυτές οι Δυνάμεις ανέβαλαν, σκόπιμα, κατά το 1913, να καθορίσουν την τύχη των νησιών μας.
Με τα προαναφερθέντα δεδομένα, η Ελληνική εξωτερική πολιτική· στο Δωδεκανησιακό Ζήτημα, έντονα και χωρίς- παρεκκλίσεις, τουλάχιστον, μέχρι το 19,20, υπό την καθοδήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, καθόρισε ως πυξίδα την πάγια τακτική της, έναντι της ιταλικής κατοχής, η οποία συνοψιζόταν : Διατήρηση της Ελληνικότητας της Αωδεκανήσου, με απώτερο στόχο, εν καιρώ, τη διεκδίκηση υπό της Ελλάδας των ιστορικών και εθνολογικών τίτλων. Να παραμένει δε, με κάθε τρόπο και θυσία, ανοικτό το πολιτικό ζήτημα της τύχης της Δωδεκανήσου. Έστω, και με ορισμένες πρόσκαιρες διπλωματικές υποχωρήσεις.
Η απαρέγκλιτη παραπάνω γραμμή έπρεπε να τηρείται, γιατί η Ιταλία, ως Μεγάλη Δύναμη, είχε τα προς τούτο μέσα να επηρεάζει τις άλλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ότι το ζήτημα των νησιών του Αιγαίου, Isole Italiane del’Egeo, όπως καθιερώθηκε να τα αναφέρουν στα έγγραφα τους, στις συναλλαγές και κάθε είδους αναφορές, ήταν γι’ αυτήν μεγίστης σπουδαιότητας. Παρομοίαζε δε το θέμα, κ«τά τις διπλωματικές της διαβουλεύσεις, με εκείνο της Σκόρδας για την Αυστρία. Ενδεικτικό εν προκειμένω : Το Μαϊο του 1913, μεγάλης κυκλοφορίας και κύρους γερμανική εφημερίδα του Μονάχου έγραφε : “…Την Ελλάδα η Ιταλία την θεωρεί, ως εξόχως επικίνδυνη ναυτική δύναμη στο Αιγαίο. Γιατί, εάν στην Κρήτη, που είναι σπουδαίος σταθμός για την κάτω Μεσόγειο, και στη Θεσσαλονίκη, επίσης όχι μικρότερης σημασίας κέντρο ‘ναυτικών επιχειρήσεων, προστεθούν και τα νησιά του Αιγαίου (τα Δωδεκάνησα), τότε η Ελλάδα καθίσταται πλέον, μερικώς κυρία του Αρχιπελάγους, (Αρχιπέλαγος επί Τουρκίας λεγόταν ‘το συγκρότημα των νησιών του Αιγαίου, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η Δωδεκάνησος) , ως και αρκετό μέρος της Μεσογείου”.
4. Εξελίξεις στο-Δωδεκανησιακό Ζήτημα από 1912-1920
–   7   –
Ως πρώτη άμεση ενέργεια, στα ύπουλα σχέδια των Ιταλών, ήταν να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί με κάθε μυστικότητα στις 4 Ιουνίου (π.ημερολ.) 1912 στο Ιερό νησί του Ιωάννου του Θεολόγου, την Πάτμο, Πανδωδεκανησιακό Συνέδριο, τις εργασίες του οποίου παρακολούθησε και ο Θ. Σοφούλης, από την ηγεμονία της Σάμου. Πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί, ότι το παραπάνω Συνέδριο έγινε με την προτροπή της Ελληνικής Κυβέρνησης , της οποίας Πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Στο ψήφισμα που εκδόθηκε μετά το πέρας των εργασιών του παραπάνω Συνεδρίου ρητά και κατηγορηματικά αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο, ότι το Συνέδριο των Πληρεξουσίων της Δωδεκανήσου: “Διακηρύσσει τον προαιώνιον Εθνικόν των νησιωτών πόθον της Ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος”. Παράλληλα και όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου είχαν υπογράψει και εκδόσει ψηφίσματα για την Ένωση.
Η ιταλική Κυβέρνηση δεν δέχθηκε το ψήφισμα των Αντιπροσώπων της Δωδεκανήσου και το απέρριψε χωρίς συζήτηση.
Μετά την εχθρική συμπεριφορά που έδειξε η ιταλική διοίκηση
για το συνέδριο της Πάτμου, το οποίο και διέλυσε δια της βίας, επιτροπή
αποτελούμενη από τον ιατρό Θεόδωρο Κωνσταντινίδη από τη Ρόδο, Μιχαήλ
Νεοκλή Καλαβρό από την Κάλυμνο και Μιχαήλ Βενιαμίν από τη Σύμη,
επισκέφθηκαν τη Βιέννη, Ρώμη, Παρίσι και Λονδίνο, προκειμένου να
ενημερωθούν οι εκεί κυβερνήσεις, καθώς και η κοινή ευρωπαϊκή γνώμη. Το
ταξίδι αυτό στην Ευρώπη ενέκρινε ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.
Την 8η Οκτωβρίου 1912 ο λαός της Καλύμνου σε πάνδημη
συνέλευση, με ψήφισμα του επιβεβαιώνει τις αποφάσεις που πάρθηκαν στο
Πανδωδεκανησιακό   συνέδριο   της   Πάτμου,   εκφράζει   και   πάλιν   “τον
προαιώνιο Εθνικό πόθο για την Ένωση των νησιών μετά της Μητρός
Ελλάδος και τονίζει πως, εάν ο δίκαιος αυτός πόθος είναι αδύνατον να
εκπληρωθεί επί του παρόντος, να χορηγηθεί, σύμφωνα με τα δίκαια των
Εθνών, πλήρης αυτονομία και ανεξαρτησία υπό την εγγύηση των Μεγάλων
Δυνάμεων”.
4.    Την   18η  Οκτωβρίου   1912  μεταξύ  Ιταλίας  και Τουρκίας
υπογράφηκε   συνθήκη   ειρήνης,   βάση   της  οποίας  η   Δωδεκάνησος  θα
επανερχόταν στην Τουρκία, αφού η τελευταία αποχωρήσει πλήρως από την
Τριπολίτιδα   και   Κυρηναϊκή.   Ο   Ελευθέριος   Βενιζέλος   προβάλλοντας
εθνικοϊστορικούς και δημογραφικούς λόγους αγωνίστηκε διεκδικώντας τα
νησιά. Αλλά η Ιταλία, η οποία τώρα έγινε φιλότουρκη, αντέταξε, όπ κατέχει
τη Δωδεκάνησο, ως εγγύηση για την εφαρμογή από την Τουρκία της
πραναφερθείσας  συμφωνίας.  Κι έτσι πάλι το Δωδεκανησιακό  Ζήτημα
παρέμεινε σε εκκρεμότητα.
Επίσης, στις 18 Οκτωβρίου 1912 η Κοινότητα Ρόδου με Δημοψήφισμα που .συνέταξαν ο Γ.Δ. Δρακίδης, μαζί με τόν Έλληνα Πρόξενο,διαδήλωσε τον προαιώνιο πόθο του νησιού να ςνωθεί με την Ελλάδα.
–   8   –
Στις 6 Ιανουαρίου 1913, ημέρα των Θεοφανείων, έλαβαν χώρα
νέες διαμαρτυρίες στον Ιερό Ναό του Νεοχωρίου Ρόδου για τη συνεχιζόμενη
ξένη κατοχή, στη διάρκεια των οποίων η ιταλική διοίκηση αντέδρασε κατά
τρόπο βίαιο.
Μετά τη λήξη των βαλκανικών πολέμων ο Βενιζέλος επεδίωξε
να οριοθετήσει τις    βάσεις για ελληνοτουρκική φιλία, κυρίως “δια την
φιλικήν επίλυσιν των διαφορών”, με προεξάρχοντα τα οικονομικά, που είχε
δημιουργήσει ο προηγούμενος πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών. Και ίσως, να
ετίθετο επί τάπητος και η κατάσταση που υπήρχε στη Δωδεκάνησο, με την
‘προσωρινή” κατοχή των Ιταλών.  Η έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου
Πολέμου, του Μεγάλου Πολέμου, Grande Guerra, όπως έμεινε στη μνήμη
των Γάλλων  και των Ιταλών ιδίως,   ματαίωσε κάθε σχετική πρωτοβουλία.
Πέραν δε τούτου, η Ελλάδα βρέθηκε εκ νέου αντιμέτωπη με την Τουρκία.

Η Ιταλία, με καιροσκοπική πολιτική κατορθώνει και πλευρίζει·
τους Συμμάχους της Αντάντ, αφού προηγούμενα βρισκόταν με το μέρος της
Γερμανίας, και συμμετέχει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αντάλλαγμα,
επιτυγχάνει, με μυστική συμφωνία της 16.4.1915, να της αναγνωριστούν και
κυριαρχικά δικαιώματα επί της Δωδεκανήσου.
Με τη λήξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και με αφορμή
τη διακήρυξη των νικητών για το δόγμα της αυτοδιάθεσης των λαών,
οργανώθηκε και εκδηλώθηκε σε ολόκληρη τη Δωδεκάνησο ταυτόχρονα,
Συλλαλητήριο, το Πάσχα του  1919; Στη Δωδεκανησιακή Ιστορία αυτό
παρέμεινε με την προσωνυμία: ‘Το Αιματηρό Πάσχα του 1919″, γιατί στις
ειρηνικές εκδηλώσεις των Δωδεκανησίων, οι Ιταλοί αντέταξαν, όπως το
1913, τη βία, με αποτέλεσμα το φόνο του Ιερέα Παπαλουκά και της
Ανθούλας Ζερβού. Επιπρόσθετα, οι κρατούντες, πραγματοποίησαν σε ευρεία
κλίμακα συλλήψεις, φυλακίσεις και εκτοπίσεις για όσους πρωτοστάτησαν
στις κατά τόπους, ανά τη Δωδεκάνησο, Εθνικές Εκδηλώσεις.
Ο επικεφαλής των Συλλαλητηρίων Μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος Τρύφωνος τηρούσε ενήμερο τον Ελευθέριο Βενιζέλο και προς αποφυγή υπονοιών, παρακαπτόταν ο Έλληνας Πρόξενος και η ενημέρωση γινόταν, μέσω του Γαλλικού Προξενείου Ρόδου. Επίσης, στις 4 Μαΐου 1919 ο Μητροπολίτης, .μέσω της ίδιας προαναφερθείσας διπλωματικής οδού, απέστειλε στον Εθνάρχη και σχετική έκκληση για να ενδιαφερθεί, ίίαθώς του γράφει: “…για τα ενταύθα συμβαίνοντα”. Στο εν λόγω έγγραφο επισυναπτόταν και το ΓΙανδώδεκανησιακό ψήφισμα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος αξιοποίησε σε διπλωματικό πεδίο, την .εκδήλωση αυτή του Δωδεκανησιακού λαού.
Για πληρέστερη δε ενημέρωση της κοινής γνώμης για το Δημοψήφισμα, τόσο της Ελλάδας, όσο και του εξωτερικού, θεωρήθηκε σκόπιμο να αποσταλεί ειδική Επιτροπή. Όλων η προσοχή τότε, καθώς αναφέρει ο Μητροπολίτης Τρύφωνος στα Απομνημονεύματα του, “εστράφη προς τον άλλοτε βουλευτήν Ρόδου εν τη Τουρκική Βουλή, 1908-1912, και
–   9   –
καλόν πατριώτην Θεόδωρον Κωνστανπνίδην, ιατρόν”, ο οποίος και δέχθηκε, ξανά, όπως το 1913, την εντολή. Δυσκολεύθηκε, όμως, να επανέλθει ο τελευταίος στη Ρόδο, λόγω των αντιδράσεων της Ιταλικής Διοίκησης.
Να υπογραμμιστεί, ότι ο μακαρίτης Θεόδωρος Κωνσταντινίδης, με καταγωγή από το Βάτι της Ρόδου, συνδεόταν στενά και συνεργαζόταν πάνω σε Εθνικά θέματα με τους τότε παράγοντες του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, και είχε στο αξίωμα του Βουλευτή την ομόθυμη εμπιστοσύνη της Ροδιακής ομογένειας. Θα εκλεγόταν ξανά Βουλευτής Ρόδου, εάν δεν μεσολαβούσε η Ιταλική κατοχή του 1912.
Η Ελληνική κυβέρνηση σε αναγνώριση της πρωτοβουλίας, του έργου και των λοιπών υπηρεσιών του Μητροπολίτη Τρύφωνος για τα Συλλαλητήρια του 1919, τον παρασημοφόρησε με το παράσημο του Ανωτέρου Ταξιάρχη, το οποίο του παρέδωσε ο Έλληνας Πρόξενος Ντάκος.
9.    Στις  29  Ιουλίου   1919  υπογράφεται  Συνθήκη   μεταξύ  των
Κυβερνήσεων Ελλάδας-Ιταλίας. Η Συνθήκη αυτή, γνωστή υπό το όνομα
Tittoni-Βενιζέλου,  αναπτέρωσε τις  ελπίδες  του  Δωδεκανησιακού  λαού,
καθόσον, σύμφωνα με τους όρους της, η Ιταλία παραχωρούσε στην Ελλάδα
αμέσως την κυριαρχία της Δωδεκανήσου, εκτός της Ρόδου, η οποία θα
παραδιδόταν   μετά   πενταετία   με   Δημοψήφισμα.   Όπως   συγκεκριμένα
αναφέρεται,  ο  τότε Διοικητής Δωδεκανήσου  Felice Maissa,  ανήγγειλε
επίσημα το γεγονός στον Μητροπολίτη Ρόδου Απόστολο Τρύφωνος. Και για
την υλοποίηση των όσων αποφασίστηκαν υπό των δύο Κυβερνήσεων, ο
Ιταλός Βασιλικός Επίτροπος Bricci πήγε, ως απεσταλμένος στα άλλα νησιά
και σε επίσημες τελετές γινόταν η υποστολή και η ύψωση της ιταλικής και
της   ελληνικής   σημαίας   αντίστοιχα.   Στα   δε   διαβατήρια   αυτών   που
προορίζονταν για το εξωτερικό σημειωνόταν: ‘Το παρόν ισχύει μέχρι της
κατοχής των νήσων υπό της Ελλάδος”.
10.    Ένα χρόνο αργότερα, στις’22 Ιουλίου 1920, καταγγέλεται από
την Ιταλία η παραπάνω Συνθήκη. Τον Αύγουστο, όμως, του ιδίου έτους
υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών και με τη Συμφωνία Bonino-Βενιζέλου
επικυρώνεται, σχεδόν, η προηγούμενη Tittohi-Βενιζέλου, με τη διαφορά, ότι
το Δημοψήφισμα για τη Ρόδο θα διενεργόταν μετά 15 χρόνια.
Q πολιτικός και ιστορικός Σπύρος Μαρκεζίνης, αναφερόμενος στις δύο αυτές συνθήκες, γράφει: “…Το θέμα της Δωδεκανήσου εφάνη προς στιγμήν οριστικώς τερματισθέν εις όφελος της Ελλάδος, δια της συμφωνίας Τιττόνι-Βενιζέλου. Όταν, όμως, εις τας παραμονάς της Συνθήκης των Σεβρών ανεκλήθη η συμφωνία, τότε η κατάστασις εφάνη ότι περιεπλέκετο εκ νέου, εφόσον η μέλλουσα να υπογραφή συνθήκη προέβλεπε την εκχώρησιν της Δωδεκανήσου εις την Ιταλίαν. Αλλά χάρις εις την επιμονήν του Βενιζέλου, εξασφαλίσαντος την βοήθειαν του Άγγλου Πρωθυπουργού Λόυδ Τζώρτζ, επετεύχθη ‘ως»προς την Δωδεκάνησον νέα ελληνο-ιταλική ‘συμφωνία, η οποία υπεγράφη ταυτοχρόνως με την Συνθήκην των Σεβρών.^ Κατά ταύτ^ν η μόνη επελθούσα μεταβολή ήτο η αναφερόμενη εις το δημοψήφισμα δια την
–   10   –
Ρόδον, το οποίον δεν θα ηδύνατο να διεξαχθή προ της παρελεύσεως 15 ετίας. Και είναι μεν απορίας άξιον, διατί προεκρίθη αυτή η περίπλοκος διαδικασία καθήν όλα τα Δωδεκάνησα δια της Συνθήκης των Σεβρών περιήρχοντο εις την Ιταλίαν και κατόπιν θα παρεχωρούντο από την Ιταλίαν εις ημάς. Ανεξαρτήτως τούτου όμως, γεγονός παραμένει ότι η σύνδεσις της τύχης των Δωδεκανήσων με την Συνθήκην των Σεβρών απέβη εις όφελος της Ιταλίας. Διότι, η συνθήκη εκείνη ουδέποτε επικυρωθείσα και εφαρμοσθείσα αφήκε πραγματικην κατάστασιν υπέρ των Ιταλών, μέχρις ότου μετά την Συνθήκην της Λωζάννης ηκολούθησε και η προσάρτη’σις”.
Αυτά είναι, κατά την άποψη μας, τα κύρια σημεία της διπλωματικής ιστορίας του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, από το 1912 μέχρι του 1920, όπου καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Πρέπει, εξάλλου, να τονιστεί, ότι κατά την παραπάνω χρονική περίοδο της ιταλικής διοίκησης, 1912-1920, ως και επί τουρκοκρατίας, Θρησκευτικό και Εθνικό κέντρο της Επαρχίας Ρόδου ήταν η Γερά Μητρόπολη Ρόδου. Το ίδιο συνέβαινε και με τις υπόλοιπες άλλες τρεις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, ήτοι της Κω,.Καλύμνου και Καρπάθου. Και παρέμεναν, το σπουδαιότερο, σχεδόν, άθικτα τα προνόμια που είχεν η Εκκλησία επί της Εκπαίδευσης. Επιπλέον, μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης, τουλάχιστον, ηπήρξε όχι μόνο Εθναρχικό Κέντρο η Εκκλησία της Δωδεκανήσου, αλλά και σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης, προόδου, ως και κάθε άλλης κοινωνικής και πατριωτικής εκδήλωσης. Έτσι, εκτός των άλλων, προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας κατά κοινή αναγνώριση, η Εκπαίδευση της Ρόδου προηγούνταν σε είκοσι χρόνια της Ελεύθερης Ελλάδας.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα της δεκαετίας του ΊΟ ήταν η χώρα των νικηφόρων δύο βαλκανικών πολέμων και με δεδομένο, ότι βρισκόταν με την πλευρά των νικητών του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Καθώς, επίσης, ότι με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο είχε και την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων κατά την εκστρατεία στη Μικρά Ασία.
Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμιστούν και οι αγώνες των απανταχού της γης Δωδεκανησίων στην προώθηση του Δωδεκανησιακού Ζητήματος.
5. Το Δωδεκανησιακό κατά την περίοδο 1921-1947
Αντίθετα, με τη δεκαετία του ΊΟ, στην επόμενη του ’20, από την αρχή, ήδη, άρχισαν να δημιουργούνται δυσμενείς συγκυρίες για το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, τόσο στο εσωτερικό της Δωδεκανήσου, όσο και στο πολιτικό τοπίο της Ελλάδας. Έτσι, σε γενικές γραμμές:
α) Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 καταψηφίζεται και χάνει την εξουσία ο Ελευθέριος Βενιζέλος και αλλάζει, σχεδόν,’πέρα για πέρα, η πολιτική φυσιογνωμία της χώρας. Ο Βενιζέλος, δεν εκλέγεται ούτε * καν βουλευτής,   αποσύρεται της πολιτικής και αναχωρεί στο εξωτερικό,
–   11   –
εγκαταλείποντας την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων. Την εκλογική καταδίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου, οι ιστορικοί την κατατάσσουν σαν μία από πιο αρνητικές αποφάσεις του Ελληνικού λαού. Για το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό και άλλα παρόμοια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, θα πει το 1977: “…Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι σαν λαός κάναμε τα μεγαλύτερα πολιτικά σφάλματα στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του Έθνους”.
Εξάλλου, ενώ στο εσωτερικό της χώρας δημιουργούταν νέα κατάσταση πραγμάτων, ο πόλεμος στη Μικρά Ασία συνεχιζόταν και ολοένα απέβαινε σε βάρος μας. Επιπρόσθετα και οι σύμμαχοι μας στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και η Ιταλία, άρχισαν να μας αντιμετωπίζουν με διαφορετικό μάτι, για να μην πούμε τελείως εχθρικό, υπό το πρόσχημα της παλινόρθωσης του Βασιλέα Κωνσταντίνου. ,Για τη στάση αυτή των Αγγλογάλλων και Ιταλών, κι’αυτός ο αυτοεξόριστος Βενιζέλος, θα πει με πικρία : “Αυτοί μας παρακαλούσαν, μας ικέτευαν να αποβιβαστούμε στη* Σμύρνη, κι’ εμείς αποβιβαστήκαμε. Τώρα,” τα αρνούνται όλα. Μας εγκαταλείπουν”. Η κατάσταση αυτή, φυσικά, ευνοούσε, εκτός των άλλων, και τα σχέδια των Ιταλών στη Δωδεκάνησο. Αξίζει να μεταφερθεί εδώ, έστω και παρεμπιπτόντως, ότι εκτός του δικού μας Ιωάννη Μεταξά,. ο οποίος παρομοίαζε το Μικρασιατικό με ετοιμόρροπο τοίχο, και ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ, Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου κατά τη διάρκεια των ετών 1915-1919, στο δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του, ο αποκαλούμενος και πατέρας της Νίκης, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν αντίθετος της εκστρατείας στη Μικρά Ασία και με φορτικότητα παρώτρυνε τον τότε Αγγλο Πρωθυπουργό Λόϋδ Τζώρτζ, να θέσει τέρμα στην προώθηση του στρατού μας. Γιατί, κατά τη γνώμη του, ήταν μοιραίο να ηττηθούν τα ελληνικά στρατεύματα, και σύμφωνα με την εκτίμηση του Μεγάλου Αγγλου Πολιτικού, οι Τούρκοι θα έσφαζαν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, ” η δε ευθύνη θα ριχνόταν πάνω μας “, δηλαδή στους Εγγλέζους.
β) Η ιταλική Διοίκηση Δωδεκανήσου εξορίζει στις 26 Σεπτεμβρίου 1921 το Μητροπολίτη Ρόδου Απόστολο Τρύφωνος. Αρχικά στην Πάτμο και ακολούθως, ύστερα από παρέμβαση ευρωπαϊκών παραγόντων, μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη. Κι εκεί η κατάσταση για την κορυφή της Ορθοδοξίας δεν ήταν καθόλου ρόδινη.Υπό την επήρεια του μαινόμενου φανατισμού των Τούρκων και με τη συνδρομή του περιβόητου Παπαευθύμ, έγιναν στη Βασιλεύουσα από το 1922-1925, τρεις αλλαγές Πατριαρχών. Και επιπρόσθετα, κατά τις συζητήσεις που προηγήθηκαν της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, η τούρκικη αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Ισμέτ Ινονού, απαιτούσε και την απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, συνδυάζοντας έντεχνα την παραμονή του εκεί με κάθε Εθνική δραστηριότητα του Ελληνισμού κατά των Τούρ’κων. Έχοντας δε προς τούτο και την εμφανή υποστήριξη του ιταλικού παράγοντα, ο οποίος, με τη σειρά του και προς
–   12   –
ίδιους ιδιοτελείς σκοπούς, απέβλεπε, εκτός των άλλων, και στην Αυτοκεφαλοποίηση της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου. Μέσα στο βαρυμένο αυτό κλίμα θεωρήθηκε επιτυχία του Βενιζέλου η παραμονή στην Πόλη του Κέντρου της Ορθοδοξίας, αλλά ο Πατριάρχης στερήθηκε του λοιπού όλων των πολιτικών και διοικητικών εξουσιών που είχε από της εποχής του Μωάμεθ του Πορθητή και οι οποίες τον είχαν καταστήσει Εθνάρχη των υπόδουλων Ελλήνων.
Δύσκολες στιγμές για τον Ελληνισμό, καθώς και δυσμενείς συγκυρίες για το Δωδεκανησιακό Ζήτημα.
γ) Τον Ιούλιο του 1922 απελαύνεται από τους Ιταλούς στο Καστελλόριζο ο Μητροπολίτης Καρπάθου Γερμανός Μανούδης.
δ) Τον Ιούλιο του 1924 .απέθανε ο Μητροπολίτης Κω Αγαθάγγελος. Έτσι, σε μια κρίσιμη εποχή για το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, αναπόσπαστο μέρος του οποίου, αναμφίβολα, ήταν και το Εκκλησιαστικό, η Εκκλησία της Δωδεκανήσου έμενε, σχεδόν, ακέφαλη. Καθόσον, μόνον ο Καλύμνου-Λέρου βρισκόταν στην έδρα του.
ε) Το 1922, επίσης ηττήθηκε η Ελλάδα στη Μικρά Ασία. Και στα ξημερώματα της 3ης Σεπτεμβρίου του” έτους εκείνου; η “Μεγάλη Ελλάς”, όπως αποκαλούσε ο ιστορικός του Έθνους Κωνσταντίνος Παραρρηγόπουλος τη Μικρά Ασία, βρισκόταν ολοκληρωτικά στα χέρια του Κεμάλ. Ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από τα ιερά χώματα της Ιωνίας, με το κυρίαρχο εκεί Ελληνικό στοιχείο στον οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό βίο, ήταν, πλέον, μια θλιβερή πραγματικότητα. Η Ελλάδα, ύστερα από πολύχρονο κοπιώδη πόλεμο, με τις χιλιάδες νεκρούς και ανυπολόγιστες οικονομικές θυσίες, αναγκάστηκε να απορροφήσει και να αφομοιώσει 1,5 εκατομμύριο άτομα, που έφθαναν (όσοι πρόφθαιναν), ρακένδυτοι κατά καραβάνια στη χώρα μας^ εγκαταλείποντες δια της βίας πίσω τους σημαντικές κινητές και ακίνητες περιουσίες. Επιπλέον, στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας προστέθηκαν, αργότερα, και οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Η εκκένωση της τελευταίας έγινε τον Οκτώβριο του 1922, με την ανακωχή των Μουδανιών, κάτω από τον “ετσιθελισμό”, στην κυριολεξία, των Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών.
Τα χρόνια που επακολούθησαν μέχρι το 19.28, υπήρξαν χρόνια μεγάλης οικονομικής δυσπραγίας για τη χώρα μας, και συνεχών εσωτερικών ανωμαλιών,, τις οποίες επέτεινε και το Πολιτειακό. Και του οποίου την οριστική λύση, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, έδωκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με το Δημοψήφισμα του 1975.
στ) Κι ενώ στη χώρα μας είχαμε να αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις, στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1922, πραγματοποιείται πολιτική αλλαγή, που την ευνοούσε, ως προς το Δωδεκανησιακό Ζήτημα τόυλ,άχιστο. Στην εξουσία ανέρχεται το φασιστικό κόμμα και, συν τω χρόνω, η Ιταλία του Μουσσολίνι αρχίζει να υπολογίζεται* * ακόμη περισσότερο, σαν ευρωπαϊκός, αλλά και διεθνής παράγοντας. Και
–   13   –
ανεξάρτητα με το τί γράφτηκε ή και γράφεται μεταπολεμικά για το Μουσσολίνι, γεγονός παραμένει, ότι στις δεκαετίες του ’20 και ’30, διεθνούς κύρους πολιτικές προσωπικότητες και αυτός ακόμη ο έμπειρος και διορατικός Ελευθέριος Βενιζέλος, είχαν υποστεί, σε σημαντικό βαθμό, τη γοητεία του Ιταλού δικτάτορα. Και ο Χίτλερ το 1923 επιχειρεί να καταλάβει την εξουσία, μιμούμενος το παράδειγμα του Μουσσολίνι, άσχετα εάν τότε το εγχείρημα του αποτυγχάνει. Άλλωστε, οι πάσης φύσεως δικτατορίες ήταν του “συρμού” στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Με αυτά, λοπόν, τα δεδομένα πλεονεκτήματα, την 25η Σεπτεμβρίου του 1922, η Ιταλία βρήκε κατάλληλη τη στιγμή για να προβεί στη δήλωση, ότι δεν θεωρεί πια ισχύουσα τη συνθήκη των Σεβρών, σύμφωνα με την οποία, εκτός των άλλων, παραχωρούνταν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα.
Αυτές τις δυσμενείς συγκυρίες είχε να αντιμετωπίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν, επικεφαλής τη Ελληνικής αντιπροσωπείας της Επανάστασης του 1922, της οποίας ηγείτο ο θρυλικός Μαύρος Καβαλάρης, ο Νικόλαος Πλαστήρας, διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις με τηνΤουρκία, οι οποίες κατέληξαν στη Συνθήκη της Λωζάννης; η οποία υπογράφηκε στις 23 Ιουλίου του 1923. Η οποία, ναι μεν, χαρακτηρίστηκε, ως η ταφόπετρα της “Μεγάλης Ιδέας”, αλλά χάρη στη διπλωματική δεξιοτεχνία του Εθνάρχη, επιτεύχθηκε αξιοπρεπής διέξοδος από την ταπείνωση, ενώ παρεχόταν δι’ αυτής της Συνθήκης, η δυνατότητα στη χώρα να ζήσει οπωσδήποτε εντός των στενότερων ορίων της. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, σε δηλώσεις του το 1931, θα πεί, ότι με τή Μικρασιατική καταστροφή καί την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Έλληνες “συνεπλήρωσαν την εθνακήν των αποκατάστασιν δια της πλήρους σχεδόν επιτυχίας των εις την Βαλκανικήν χερσόνησον και τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, δια της πλήρους δε αποτυχίας των εν Μικρά Ασία. Ο τελευταίος πόλεμος απέδειξεν ότι η προσπάθεια ημών προς εγκατάστασιν επί της ανατολικής πλευράς του Αιγαίου υπερέβαινε τας δυνάμεις Εθνους μικρού, σπαρασσόμενου υπό εμφυλίου πολέμου, καθ’όσον χρόνον διεξήγε έναν μεγάλον εξωτερικόν πόλεμον”. Προσθέτοντας, παρεθεντικά, εν προκειμένω την άποψη μας, θα λέγαμε, ότι ο Εθνικός Διχασμός των ετών 1915-1917 και με τα επακολουθήσαντα, εξακολουθεί, δυστυχώς, να πλανάται και να επηρεάζει ακόμα, ύστερα από 83 χρόνια, την πολιτική σκέψη των Ελλήνων.
Δεν εδίστασε δε ο ίδιος ο Βενιζέλος να αρθεί υπεράνω των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και το 1931, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας, να προτείνει την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά, του επονομαζόμενου Ατατούρκ, δηλαδή πατέρας των Τούρκων, για το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη. Το σπίτι δε στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκε το 1881 ο Ατατούρκ, θεωρήθηκε το 1953 διατηρητέο μνημείο, επισκευάστηκε και συντηρείται. Εκ των υστέρων, βέβαια , τα πράγματα δεν εδραίωσαν το¥
–   14   –
Βενιζέλο σε όλα, καθόσον το μέλλον επεφύλασσε διαφορετικές εξελίξεις και εκπλήξεις στα ελληνοτουρκικά.
Δυστυχώς, το Δωδεκανησιακό Ζήτημα έπαιρνε δραματική τροπή. Η Τουρκία παραχώρησε στην Ιταλία τα δικαιώματα της επί της Δωδεκανήσου κι έτσι “μονιμοποιόταν” στα νησιά η ιταλική κατοχή, που άρχισε από το 1912. Και είναι η πρώτη φορά, με τη Συνθήκη της Λοζάννης, όπου η Ιταλία απόκτησε στη Δωδεκάνησο, τίτλους κατοχής, οι οποίοι στηρίζονταν στο Διεθνές Δίκαιο. Έτσι η Ελλάδα, ενώ πάλευε με τόσα ακανθώδη και πιεστικά προβλήματα, χωρίς να μπορεί εκ των πραγμάτων να αντισταθεί, αποδεχόταν το κλείσιμο του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, σαν τετελεσμένο γεγονός, προβάλλουσα κάποιας αόριστης μορφής διαμαρτυρία, υποκύπτοντας στη θέληση, ή αναφερόντες συνήθη όρο, στο δίκαιο του ισχυρότερου.
Θα βρισκόταν, ως εκ τούτου, εκτός πραγματικότητας κάθε απόπειρα υποστήριξης του αντιθέτου, ότι μετά τη νομιμοποπίηση της κατοχής της επί της Δωδεκανήσου, η Ιταλία δεν θα εκμεταλλευόταν τις ευνοϊκές γι’ αυτή συγκυρίες και τη δυνατότητα που της παρεχόταν για να επιβάλει την πολιτική της, και μάλιστα τη φασιστική του Μουσσολίνι. Τότε, από το 1924, ανακινήθηκε και το θέμα της Αυτοκεφαλαιοποίησης της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου.
Κατά την προσωπική μας άποψη αποτέλεσε ευτύχημα, θα λέγαμε μάλιστα, ότι ήταν ο από μηχανής Θεός, για την Εθνολογική υπόσταση της Δωδεκανήσου, ο εντοπισμός της κύριας δράσης της ιταλικής πολιτικής επί του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, από το 1924-1929, στο περίφημο “Αυτοκέφαλο”, Και το οποίο, τελικά, δεν έγινε, και έκλεισε επίσημα οριστικά τον Οκτώβριο του 1929, χάρη στη σύνεση, την υπομονή και τη διπλωματικότητα των ταγών του Έθνους και της Εκκλησίας, αλλά και των συγκυριών που δημιουργήθηκαν, υπό τη φωτισμένη ηγεσία του Κυβερνήτη Ελευθερίου Βενιζέλου.
Συγκεκριμένα, στις 19 Αυγούστου του 1928, διεξάγονται βουλευτικές εκλογές και αναδεικνύεται πανίσχυρος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μετά την κατρακύλα του Νοεμβρίου του 1920, τον επαναφέρει στην Αρχή, σαν Μεσσία ο Ελληνικός λαός, ύστερα από οκτώ χρόνια. Εξασφαλίζει το 61% της προτίμησης του εκλογικού σώματος και το κόμμα των Φιλελευθέρων και οι μετ’αυτού συνεργαζόμενοι κέρδισαν 223 έδρες στο Κοινοβούλιο εκ των 250. Και όπως θα γράψει ενδεικτικά στη γυναίκα του Έλενα: “…Ουσιαστικώς, ο Ελληνικός λαός με κατέταξε κοινοβουλευτικό δικτάτορα”.
Όταν ο Βενιζέλος ανέλαβε την εξουσία, διεπίστωσε, πράγματι, ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση διεθνούς απομόνωσης. Έτσι, εκτός των άλλων ενεργειών του, έταξε ως κύριο αντικειμενικό σκοπό της Εξωτερικής του πολιτικής την προσέγγιση με την Ιταλία και την Τουρκία. Εξάλλου, είχαν προηγηθεί και δύο επισκέψεις, κατά τη διάρκεια
–   15   –
του 1927, του Μιχαλακόπουλου στη Ρώμη, και είχε, ήδη, προλειανθεί το έδαφος.
Ο σημερινός Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος έχει ειδικευθεί ως νομικός στις διεθνείς σχέσεις, στο έργο του : ‘Ελευθέριος Βενιζέλος και οι εξωτερικές μας σχέσεις, 1928-1932″, το οποίο κυκλοφόρησε το 1986, στηριζόμενος σε σημείωμα του Βενιζέλου για τη συνομιλία που είχε με το Μουσσολίνι στη Ρώμη, στις 24 Σεπτεμβρίου 1928, το οποίο άντλησε από τα αρχεία : Ελ. Βενιζέλος αρ. 51, αναφέρει σε κάποιο σημείο : “… Όταν ο Βενιζέλος επέστρεψε στην εξουσία, στήριξε την εξωτερική πολιτική του στο άνοιγμα προς τη Ρώμη. Το πρόβλημα των Δωδεκανήσων αποτελούσε ένα σοβαρό ε,μπόδιο στο δρόμο αυτόν. Ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να το ξεπεράσει, παρά τις συναισθηματικές αντιδράσεις, που θα προκαλούσε αυτό στην Ελλάδα. Όταν συνάντησε το Μουσσολίνι στη Ρώμη για την υπογραφή τής Συνθήκης, το Σεπτέμβριο του 1928,.διαβεβαίωσε το Duce, ότι δεν είχε καμία πρόθεση να ανακινήσει το ζήτημα και ότι δεν θα αμφισβητούσε την ιταλική κυριαρχία στα νησιά. Ζήτησε, μόνο, να βελτιωθεί η συμπεριφορά τη^· ιταλικής διοίκησης προς τους Δωδεκανησίους. Ο Μουσσολίνι το δέχθηκε, και είπε στο Βενιζέλο, ότι δεν είχε σκοπό να μεταβάλει την Εθνική σύνθεση του πληθυσμού ή να χρησιμοποιήσει τα νησιά για αποικιστικούς σκοπούς”.
Έτσι, το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, στις 23 Σεπτεμβρίου 1928, υπογράφηκε συνθήκη φιλίας, διαιτησίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
Εξάλλου, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, στο έργο του : “Η πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος”, οριοθετώντας συμπερασματικά την εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου, γράφει, μεταξύ των άλλων : “…Όταν ήλθεν εις την Ελλάδα το 1910, άξων της πολιτικής του είναι η Αντάν και εν συνεχεία η συνεργασία των Βαλκανίων, έναντι της Τουρκίας, αφού απέτυχεν η προσέγγισίς του προς εκείνην. Το 1928 θα αποβλέψη εις καλάς σχέσεις με την Γουγκοσλαβίαν, ακόμη και με αυτήν την Βουλγαρίαν, αλλά βασικώς την φιλίαν του στηρίζει, πλέον, εις την Τουρκίαν και την Ιταλίαν”.
Ευθύς, μετά την υπογραφή του συμφώνου φιλίας, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ευρισκόμενος στη Ρώμη, έκανε δηλώσεις, στις οποίες τόνιζε ότι: “…Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα δεν υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας, όπως δεν υφίσταται και το Κυπριακόν, μεταξύ Ελλάδος και Μεγάλης Βρεταννίας. Όπως δε η .Κύπρος δεν ημπόδισεν, επί ήμισυ, ήδη αιώνα,* αφότου κατέχεται υπό της Μεγάλης Βρεταννίας, τας αρίστας προς την τελευταίαν ταύτην σχέσεις της Ελλάδος, δεν δύναται και δεν πρέπει και η Δωδεκάνησος να εμπόδιση την ανάπτυξιν και εμπέδωσιν σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας”. Όταν δε ο Μητροπολίτης Ρόδου Τρύφωνος, του ζήτησε, δια πλαγίας εμπιστευτικής διπλωματικής οδού, να* καθορίσει την τηρητέα γραμμή, έναντι της νέας κατάστασης πραγμάτων, ο
–   16   –
Βενιζέλος με επιστολή του, υπό ημερομηνία 14.12.1928, επαναλάμβανε την παραπάνω θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης και τόνιζε: “Σεβασμιώτατε, δια τα εν τη από 22 Αυγούστου επιστολή εκφραζόμενα συγχαρητήρια, ευχαριστώ θερμότατα τόσον την Υμετέραν Σεβασμιότητα, όσον και την αξιότιμον Δημογεροντίαν Ρόδου.
Όσον αφορά τα εν τη υμετέρα από 5 Σεπτεμβρίου επιστολή εκτιθέμενα, έλαβον γνώσιν αυτών μετ’ ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.
Αι γενόμεναι αφ’ ενός υπ’ εμού δηλώσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως καθ’ ας αύτη θεωρεί το Δωδεκανησιακόν Ζήτημα ουχί ως υφιστάμενον μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας, αλλ’ ώς ζήτημα αφορών αποκλειστικώς την Ιταλίαν και τους Δωδεκανησίους, και αφ’ ετέρου η δια της υπογραφής του ελληνοϊταλικού συμφώνου εκκαθάρισις της πολιτικής ατμόσφαιρας και παγίωσις των φιλικών μεταξύ των δύο λαών δεσμών, θέλουσιν ασφαλώς συντέλεση, όπως διαλυθή ευχερώς πάσα παρεξήγησις. Προς τούτο αρκεί η καλή θέλησις αμφοτέρων των ενδιαφερομένων μερών, ήτοι τής τε Ιταλικής διοικήσεως και του ομογενούς στοιχείου, είμαι δε πεπεισμένος, ότι δεν στερείται η πρώτη τοιαύτης. Λελογισμένη και ειλικρινής προσφυγή του Δωδεκανησιακού’, λαού εις ταύτην δεν είναι δυνατόν παρά αγαθούς να αποδώση καρπούς.
Δέξασθε, Σεβασμιώτατε, την διαβεβαίωσιν της ειλικρινούς μου φιλίας και διαβιβάσατε, παρακαλώ τον χαιρετισμόν μου εις τους φίλους, ων των αισθημάτων εγένετο ερμηνεύς η Υμετέρα Σεβασμιότης .
Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος
Οι παραπάνω δηλώσεις του Βενιζέλου προκάλεσαν αναστάτωση. Οι Δωδεκανησιακές Οργανώσεις στην Ελεύθερη Ελλάδα, ως και εκείνες του Εξωτερικού, με ψηφίσματα και λοιπές εκδηλώσεις του καταλόγιζαν, ότι δεν υποστήριζε το Δωδεκανησιακό Ζήτημα με όση θέρμη μπορούσε και έπρεπε. Και όταν στις 25η Μαρτίου του 1929, στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης, παρουσιάστηκαν οι Δωδεκανήσιοι φοιτητές με την Ελληνική Σημαία, η Αστυνομία τους απομάκρυνε. Οι γνώμες διχάστηκαν και μιά μερίδα τάχθηκε υπέρ της μετριοπαθούς στάσης και η άλλη υπέρ της αδιάλλακτης, αν και αμφότερες οι πλευρές, αναντίρρητα, εμφορούνταν από πατριωτικά αισθήματα και επιθυμούσαν διακαώς την εξυπηρέτηση του Δωδεκανησιακού Ζητήματος.
Ο Βενιζέλος, προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα και εμπιστευτικά συνιστούσε μετριοπάθεια. Εκείνη την εποχή προείχε το γενικότερο Εθνικό συμφέρο, ως και η μη Εθνολογική αλλοίωση του πληθυσμού της Δωδεκανήσου, με την παραμονή στα Πάτρια, όπως συνιστούσε ήδη από το 1830 και ο Ιωάννης Καποδίστριας, που υπήρξε, χωρίς δεύτερη κουβέντα,Ό πλέον φωτισμένος και ικανός διπλωμάτης και πολιτικός, της πρώτης 50ετίας του 19ου αιώνα, σε ευρωπαϊκό, μάλιστα,
‘     –   17   –
επίπεδο. Επιπλέον, ο Βενιζέλος διαμηνούσε, να μην δίδονται επιχειρήματα στη φασιστική διοίκηση να προβαίνει σε αντίποινα.
Συν τω χρόνω, όμως, άρχισαν και γίνονται κατανοητοί οι διπλωματικοί χειρισμοί του Βενιζέλου. Έτσι, εκτός των άλλων, ο Αντιπρόεδρος του Δωδεκανησιακού Συλλόγου Αθηνών Μ.Γ.Γεωργαντάς, σε άρθρο του την εφημερίδα της Αλεξάνδρειας “Ομόνοια”, της 1.10.1928 έγραφε, εν προκειμένω : “…Ο κ. Βενιζέλος, ακολουθών συστηματικώς πολιτική ν φιλίας μετά των γειτόνων, τη επινεύσει ολοκλήρου του Ελληνικού λαού, δεν ηδύνατο να παραβλέψει την πρωτεύουσαν μεταξύ αυτών θέσιν, ην κατέχει το Ιταλικόν Κράτος. Αλλά και ουδείς Δωδεκανήσιος θα ηύχετο να παραμένουν εχθρικαί αι σχέσεις τής επισήμου Ελλάδος μετά της Ιταλίας, λόγω του Δωδεκανησιακού, καθόσον τούτο Qa απέβαινε, ασφαλώς, εις βάρος των ποικίλων και σοβαροτάτων Ελληνικών συμφερόντων”.
Για να γίνει κατανοητή, περισσότερον ακόμη, η αρνητική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί ως προς το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, την εποχή .εκείνη, παρατίθεται περικοπή από αγόρευση του Πρωθυπουργού της Χώρας : Την 18η Νοεμβρίου 1931, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωνε στη Βουλή των Ελλήνων : “Όσον αφορά τα Δωδεκάνησα ημπορεί κανείς να προείδη, ότι δύο ή τρεις εκ των νήσων τούτων, όσαι παρουσιάζουν ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια την Ιταλίαν, θα παραμείνουν ιταλικαί. Δια τας λοιπάς δεν πρέπει, ίσως, να θεωρείται αποκλειόμενη δια τους ενδιαφερόμενους η ελπίς, ότι μίαν ημέραν ημπορεί να παραχωρηθούν υπό της Ιταλίας, εις την Ελλάδα “.
Στις εκλογές του 1933, ο Βενιζέλος καταψηφίζεται. Για να επαληλευθεί το κοινώς λεγόμενο: “Ο λαός ανεβάζει, και ο λαός κατεβάζει”. Την περίοδο που επακολούθησε μέχρι το 1935, μεσολαβούν διάφορα δυσάρεστα εσωτερικής φύσεως γεγονότα, ο Βενιζέλος, μαζί με άλλους, καταδικάζεται ερήμην για τη συμμετοχή στο αψυχολόγητο, κατά τη γνώμη μας, κίνημα του Μαρτίου του 1935, και το πρωί της 18ης Μαρτίου 1936, εξόριστος, πεθαίνει στο Παρίσι. Έφυγε για πάντα κι’ έσβησε μακριά από την Ελλάδα, μακριά από την Κρήτη του, την οποία πολύ αγάπησε και η οποία, με τη σειρά της, του ανταπέδιδε την αγάπη της. Μακριά από τους Έλληνες, όπως και ο Χαρίλαος Τρικούπης το. 1896. Τάφηκε και αναπαύεται στο Ακρωτήρι της Κρήτης.
Απέθανε, λοιπόν, και αυτός ο Μεγάλος Πολιτικός του αιώνα μας στη ξενητειά, και υπό τύπον μόνο παραχώρησης του επιτράπηκε να ταφεί στο Ακρωτήρι, αλλά χωρίς να περάσει, ούτε ως νεκρός από την Αθήνα, την πρωτεύουσα του Ελληνισμού, εκεί όπου κατά τον ποιητή, “πιο πολύ με τους όεούς ο άνθρωπος ταιριάζει”. Την πόλη, επίσης, που δονούνταν από συγκίνηση, όταν τον άκουε να αγορεύει.
Και, όπως, πολύ επιγραμματικά γράφτηκε τότε: η δρυς
έπεσε…    ‘    ‘
Έτσι, έκλεισε μία 25ετία του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, η^ οποία είτε κατά τρόπον άμεσο,είτε έμμεσο, φέρει την προσωπική σφραγίδα
–     18   –
του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου. Παράλληλα με το Πανελλήνιο, η Δωδεκάνησος έχει επιπρόσθετο λόγο να χρεωστά ευγνωμοσύνη στο εκλεκτό τέκνο της Μεγαλονήσου Κρήτης : χάρη στις διπλωματικές και ουσιαστικές ενέργειες του το Δωδεκανησιακό Ζήτημα άγγιξε, σε κάποια συγκυριακή φάση, τη λύση του, σύμφωνα με τους προαιώνιους πόθους των Δωδεκανησίων,όταν δε οι διεθνείς συγκυρίες υπήρξαν δυσμενείς, δεν το εγκατέλειπε, αλλά με επιδεξιότητα και μακροπρόθεσμη προοπτική το διατηρούσε στην επικαιρότητα, μέχρι να,έλθει το πλήρωμα του χρόνου, πάντοτε, μέσα στα γενικότερα πλαίσια των Εθνικών συμφερόντων.
Για την δράση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως πολιτικού, γράίρτηκαν και ειπώθηκαν πάρα πολλά, από ξένους και από Έλληνες, από φίλους και αντιπάλους. 62 χρόνια από ,το θάνατο του, δικαιώνεται η πεποίθηση, ότι υπήρξε εκ των μεγαλυτέρων πολιτικών της νεώτερης Ελλάδας. Ο εκ διαμέτρου αντίθετος με τη βεναζελική πολιτική κατά* την εποχή του Εθνικού διχασμού, αλλά και μετέπειτα, ο Ιωάννης Μεταξάς, θα πεί, όταν ανηγγέλθηκε ο θάνατος του : “…Σπανίως από καιρού εις καιρόν εμφανίζονται εν τη ιστορία ισχυροί άνδρες, ως ισχυρά μετέωρα εις άλλους εμπνέοντα τον σεβασμό και €ΐς άλλους το δέος. Ενώπιον τοιούτων ανδρών διαιρούνται αυτομάτως οι άνθρωποι εις φίλους και εχθρούς. Ουδείς μένει αδιάφορος, ουδείς μένει ουδέτερος…Από αυτόν, εξάλλου, προέρχεται και η ονομασία των αντιπάλων του…”.
Και για να μεταφερθούμμε στη σύγχρονη εποχή, και ο τωρινός Πρόεδρος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας Κώστας Καραμανλής, στον οποίο ανατρέξαμε και προηγούμενα στη σημερινή μας ομιλία, κατά την περυσινή επίσκεψη του στα Χανιά, θα υπογραμμίσει για το Ανδρα: “…Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τη δράση του επηρέασε και σφράγισε τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Τα κύρια χαρακτηριστικά το Ανδρός ήταν η τόλμη του, το πείσμα του να υπερασπίζεται τις εθνικές υποθέσεις, το θάρρος του να μπορεί να παίρνει ακόμα και ρίσκα για μεγάλες αποφάσεις, η μαχητικότητα του και η αποφασιστικότητα το,υ. Και κατέληξε, λέγοντας ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου πέτυχε και σε κάποιες δεν πέτυχε. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι δεν δείλιασε ποτέ και αυτό έχει μεγάλη σημασία να το θυμόμαστε, γιατί αυτά είναι τα χαρακτηριστικά, που λείπουν σήμερα και τα χρειάζεται· επειγόντως η Πατρίδα μας στις δύσκολες ατραπούς που πορεύεται και πάλι”.
Εκείνο, όμως, που περισσότερο αξίζει να μεταφερθεί εδώ, είναι η νεκρολογία, την οποία ο ίδιος φαντάστηκε και διατύπωσε, όταν στην συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, στις 28.4.1932, συγκρούστηκε με μιά άλλη ισχυρή πολιτική προσωπικότητα του ’20ού αιώνα, τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, που θεωρείται ο πατέρας της αβασίλευτης δημοκρατίας, στην Ελλάδα, και η οποία νεκρολογία, βρίσκεται χαραγμένη επί’του τάφου του: “Ο προκείμενος νεκρός, αγαπητοί φίλοι, είπε για τον,εαυτό του *o* Βενιζέλος,   ήταν   ένας   αληθινός   Ανδρας,   με   μεγάλο   θάρρος,    με
19
αυτοπεποίθησιν και δι’ εαυτόν και δια τον λαόν, τον οποίον εκλήθη να κυβέρνηση. Ίσως έκαμε πολλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλιπε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξεν μοιρολάτρης, διότι ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ιδή την χώραν του προηγμένην. Αλλά έθεσεν εις την υπηρεσίαν της, όλο το πυρ, που είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν”.
Να αναφερθεί ότι, μετά το αποτυχόν κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, ο Βενιζέλος φεύγοντας από την Ελλάδα, φυγαδευμένος στην κυριολεξία, την οποία και δεν θα ξαναδεί πια-μέχρι το θάνατο του, συνέδεσε τη φυγή του με τα Δωδεκάνησα. Εγκαταλείποντας τα Χανιά, όπου βρισκόταν κατά την έκρηξη του κινήματος, φθάνει στις 11 Μαρτίου στην Κάσο. Εκεί, αφού ανέβηκε με μουλάρι σ’ένα από τα πιο ψηλά σημεία του νησιού, βυθίζοντας το βλέμμα του στο μακρινό ορίζοντα, όπου διαγραφόταν η γενέτειρα του η Κρήτη, δάκρυσε. Την ώρα εκείνη τη φορτισμένη συναισθηματικά, αναμφίβολα θα πέρασαν απρ το μυαλό του το Θέρισο και όλοι οι αγώνες που τον συνδέανε με τη Μεγαλόνησο.
Στις 14 Μαρτίου έφθασε στην Κάρπαθο και στις 15 στη Ρόδο, και στις 17 θα αναχωρήσει για τη Νεάπολη της Ιταλίας, με προορισμό τη Γαλλία. Κατά την αποβίβαση ίου στην Ιταλία, όπου υπέστη και ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, σταθμίζοντας την τελευταία και την πιο άτυχη φάση της πολιτικής του σταδιοδρομίας, θα πει στη γυναίκα του : “Οι μεγάλοι μαστόροι κάνουν και μεγάλα λάθη”.
Συμπληρώνοντας εν συντομία, τα όσα επακολούθησαν, ως προς το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, μετά το θάνατο του Βενιζέλου, πρέπει να τονιστεί, ότι καθόλη τη δεκαετία του ’30, η Ιταλία ολοένα και ανεβάζει το ευρωπαϊκό της γόητρο, ως Μεγάλη Δύναμη. Και με την άνοδο του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία, αρχίζει να πλευρίζει και να συμμαχεί με τον ανερχόμενο Χίτλερ. Το 1937 γίνεται Αυτοκρατορία, μετά την κατάληψη της Αιθιοπίας και αργότερα, κυριαρχεί στην Αλβανία. Ο Βασιλέας Βιττόριο Εμμανουήλ Γ’, προσαγορεύεται, πλέον Βασιλέας της Ιταλίας και της Αλβανίας και Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, ο δε Μουσσολίνι Πρωθυπουργός, Αρχηγός του Φασισμού, και ιδρυτής της Αυτοκρατορίας. Έτσι, η φασιστική Ιταλία, γίνεται παντοδύναμη, και ο Μουσσολίνι κατόρθωσε, μέχρϊ το 1940, να εμφανίζει τη χώρα του να έχει βαρύνουσα γνώμη στη διαμόρφωση των καταστάσεων.
Ενδεικτικό «ης ισχυροποίησης της Ιταλίας, αποτελεί και το παρακάτω γεγονός · Όταν αρχές Νοεμβρίου του 1937, ο Βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος πραγματοποίησε επίσκεψη στη Ρώμη, αφού έγινε δεκτός από τον Υπουργό Εξωτερικών και γαμπρό του Μουσσολίνι Τσιάνο και επεχείρησε να του μιλήσει για το Σχολικό ζήτημα της Δωδεκανήσου, ο τελευταίος τον διέκοψε και, τον παρακάλεσε να μην αναφέρει ζήτημα, στο οποίο ήταν αναγκασμένος να δώσει αρνητική απάντηση. Συνέστησε δε στον Έλληνα Βασιλέα, να αποφύγει να κάνει λόγο περί Δωδεκανήσου στις

20
συνομιλίες που θα είχε, τόσο με το Μουσσολίνι, όσο και με το Βασιλέα της Ιταλίας. Σύσταση, την οποία σεβάστηκε ο Γεώργιος.
Το Σεπτέμβριο του 1939 η Γερμανία καταλαμβάνει, σε διάστημα ολίγων εβδομάδων την Πολωνία και μοιραία αρχίζει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Την 10η Ιουνίου του 1940 την ακολουθεί η Ιταλία και στη συνέχεια, την 28η Οκτωβρίου, η Ιταλία μόνη επιτίθεται κατά της Ελλάδας, με τις γνωστές νίκες του Ελληνικού στρατού στο Αλβανικό μέτωπο. Τότε, την 1-11-1940, κατά τη μάχη Φούρκα στο Αλβανικό μέτωπο, έπεσε ο Δωδεκανήσιος (από τη Χάλκη), Αλέξανδρος Διάκος, πρώτος Έλληνας Αξιωματικός που έδωκε το τίμιο αίμα του για την Ελευθερία.
Ήταν τέτοια η συντριπτική νίκη του Εληνικού στρατού, ώστε, προκειμένου να περισωθεί κάπως το γόητρο του Μουσσολίνι, επενέβη ο Χίτλερ τον Απρίλο του 1941. Γεγονός, όμως, που επέφερε την αποφασιστική καμπή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου’ σε βάρος του Άξονα, καθώς ομολογούν όλοι οι Ιταλοί και Γερμανοί ηγέτες, στις αποκαλύψεις τους μετά το τέλος του Πολέμου. Άσχετα, εάν η αναταραχή που επακολούθησε, η εμφύλια διαμάχη, έθεσε σε κίνδυνο το έπος του 1940 και 1941; και πάντως συνετέλεσε στην ανεπαρκή αξιοποίηση του. Κατά την περίοδο 1941-1944 η χώρα ήταν ιταλο-γερμανοκρατούμενη. Συνέχισε, όμως, τον αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων και η Ελληνική Κυβέρνηση βρισκόταν εγκαταστημένη μεταξύ Λονδίνου και Καΐρου. Κατά διαστήματα η Κυβέρνηση Τσουδερού επανέφερε το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, ως διεκδίκηση της Ελλάδας, καθόσον βρισκόταν στο πλευρό των νικητών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Και γενική, ήταν η πεποίθηση, ότι τα Δωδεκάνησα θα επανέρχονταν στην αγκαλιά της Μητέρας-Πατρίδας.
Ο Δωδεκανήσιος, από την Κω, συγγραφέας και δημοσιογράφος Ι.Ε.Γκίκας, ο οποίος κατά την’περίοδο 1926-1940, ζούσε στη Ρώμη και διετέλεσε Διευθυντής τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας, στο έργο του: “Ο Μουσσολίνι και η Ελλάδα”, Αθήνα .1982, αναπτύσσοντας την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας, σε συνδυασμό και με το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, αναφέρει, εκτός των άλλων, και τα παρακάτω, τα οποία επικροτούμε απόλυτα.
“…Αλλά και ένα άλλο ακόμη, σπουδαιότατο, αποτέλεσμα είχε για την Ελλάδα η επίθεση του Μουσσολίνι: της έδωσε τα Δωδεκάνησα. Γιατί είναι αναμφίβολο: αν ο Ντούτσε δεν έμπαινε στον πόλεμο, αλλά τηρούσε στάση ουδετερότητας, τα Δωδεκάνησα θα παρέμεναν οριστικά στην Ιταλία και θα διέτρεχαν τον κίνδυνο, με την πάροδο του χρόνου, να εξιταλισθούν. Αναμφίβολο, επίσης, είναι ότι, εάν η Ιταλία, που μετά μπήκε στον πόλεμο, δεν επετίθετο κατά της Ελλάδος, τα Δωδεκάνησα θα παραχωρούνταν από τους Συμμάχους στην Τουρκία όλα, ή τα κυριότερα”.
.21
Το Σεμπτέμβριο του 1943 τη Στρατιωτική Διοίκηση της Δωδεκανήσου αναλαμβάνουν και τη συνεχίζουν, μέχρι το Μάϊο του 1945 οι Γερμανοί.
Λόγω της πολεμικής κατάστασης οι Γερμανοί κανένα ενδιαφέρον δεν εξεδήλωσαν για τα Εκπαιδευπκά και Εκκλησιαστικά μας πράγματα. Αλλού είχαν στραμμένη την προσοχή τους και συγκεκριμένα στις πολεμικές επιχειρήσεις. Την κατάσταση αυτή εκμετελλεύτηκε ο Μητροπολίτης Ρόδου Τρύφωνος και με δεξιοτεχνία πέτυχε την κανονική λειτουργία όλων των Δημοτικών Σχολείων της Ρόδου, καθώς και του Βενετόκλειου Γυμνάσιου, τα οποία, ήδη, από το 1937, λειτουργούσαν ως Ιταλικά, ύστερα από Διάταγμα του φασίστα Διοικητή Ντε Βέκκι.
Επιπλέον: Ενώ η Ελλάδα «είχε απελευθερωθεί από τον Οκτώβριο του 1944, η Δωδεκάνησος παρέμεινε υπόδουλη μέχρι το Μάϊο ίου 1945. Για να γεμίσει το ποτήρι των πικριών….
Την 8η Μαΐου 1945, ο Γερμανός Στρατηγός Wagener, Αρχηγός των κατοχικών δυνάμεων του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος, υπογράφει στη Σύμη την άνευ όρων παράδοση της Δωδεκανήσου, παρουσία του Αγγλου Ταξιάρχου Moffat και του Έλληνα Συνταγμάτάρχη Χρ. Τσιγάντε. Με την πράξη αυτή ολοκληρώθηκε η αγγλική κατοχή της Δωδεκανήσου. Η διαδικασία που προηγήθηκε, καθώς και η υπογραφή του Πρακτικού της παράδοσης έγιναν σ’ ένα παλιό αρχοντικό της Σύμης, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Σύμμαχοι, ως έδρα διοίκησης και στο οποίο υπάρχει σήμερα εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα.
Στις 9 Μαΐου 1945 Αγγλικές Δυνάμεις, με άνδρες του Ιερού
Λόχου αποβιβάζονται στη Ρόδο. Εγκαθίσταται η Αγγλική Διοίκηση
Δωδεκανήσου, οπότε τερματίζεται και η τελευταία κατοχή, την οποία
εκπροσωπούσαν οι Γερμανοφασίστες.    .
Στις 15 Μαΐου 1945, ο Αντιβασιλέας-Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, πριν ακόμη εκδηλωθούν επίσημα οι αποφάσεις των νικητών του Πολέμου για την παραχώρηση του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, κηρύσσει στη Ρόδο τον “αρραβώνα” της Δωδεκανήσου με τη Μητέρα-Πατρίδα.
Η ‘ομόφωνη, κατ’ αρχήν, Συμφωνία για την παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα αποφασίστηκε στις 27 Ιουνίου 1946 στο Παρίσι, από το Συμβούλιο των Υπουργών των Εξωτερικών των νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων. Η απόφαση, όμως, αυτή δεν έτυχε άμεσης εφαρμογής, γιατί έπρεπε να προηγηθεί η επικύρωση’ της Συνθήκης μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1947 υπογράφεται Συνθήκη Ειρήνης Ιταλίας και Συμμάχων και στο άρθρο 14 αναφέρεται: ‘Ή Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου, Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Σύμη, Κω και Καστελλόριζο, ως κ/xi τας παρακείμενος νησίδας”.
22
Την 31 Μαρτίου 1947 ο Άγγλος Ταξίαρχος Parker υπογράφει στη Ρόδο το πρωτόκολλο παράδοσης της Δωδεκανήσου στον Έλληνα Στρατιωτικό Διοικητή Αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη.
Στις 22 Οκτωβρίου 1947 επικυρώνεται η Συνθήκη Ελλάδας-Ιταλίας και στις 28 του ιδίου μήνα γίνεται η προσάρτηση και η Δωδεκάνησος αποτελεί, πλέον, ελληνικό έδαφος. Δεν έμενε, παρά να ορισθεί η επίσημη τυπική τελετή της Ενσωμάτωσης.
Στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, 7/9-1-1948 δημοσιεύεται ο Νόμος 518/48 “περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα”, ο οποίος στην πρώτη παράγραφο του μόνου άρθρου αναφέρει: “Αι νήσοι της Δωδεκανήσου Ρόδος, Κάλυμνος, Κάρπαθος^ Αστυπάλαια, Νίσυρος, Πάτμος, Χάλκη, Κάσος, Τήλος, Σύμη, Κώς, Λέρος και Καστελλόριζον, ως και αι προσκείμεναι νησίδες είναι προσηρτημέναι εις το Ελληνικό Κράτος από της 28ης Οκτωβρίου 1947″.
Τα Δωδεκάνησα, που αποτελούσαν ένα από τα βασικά αλυτρωτικά οράματα του Ελληνισμού, περιήλθαν στην Ελλάδα. Όνειρο 638 χρόνων έγινε πραγματικότητα. Και έτσι, έληξε τυπικά και ουσιαστικά το Δωδεκανησιακό Ζήτημα.
Στις 7 Μαρτίου 1948 με την παρουσία του επίσημου Ελληνικού Κράτους, ήτοι του Ανωτάτου Άρχοντα, των Μελών της Κυβέρνησης και της Στρατιωτικής Ηγεσίας, επισφραγίζεται σε επίσημη τελετή η Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Ήταν η ημέρα της δικαίωσης των αγώνων και της ανταμοιβής των θυσιών του Δωδεκανησιακού λαού.
Ο γνωστός ανά το Πανελλήνιο Λογοτέχνης Ι.Μ Παναγιωτόπουλος σε σύντομο χαιρετισμό του την ημέρα εκείνη, Κυριακή, 7-3-1948, έγραφε στην τότε εκδιδόμενη στη Ρόδο ημερήσια εφημερίδα, ‘Ή Ελληνική Σημαία”, μεταξύ των άλλων: …η Ρόδος και τ’ άλλα νησιά, τα Δωδεκάνησα, οι ασάλευτοι Ελληνικοί βράχοι,’ ξαναδίνουν, την ώρα τούτη την άπειρη, το νόημα της Μεσογειακής μας καταγωγής, το νόημα της πρώτης ρίζας. Ξαναγυρίζοντας στ’ ακρογιάλια τους ζούμε την τεράστια μετατόπιση μέσα στο χρόνο: “Λίνδον, Ιαλυσόν τε και αργινόεντα Κάμιρον”. Συλλογιούμαστε τους ποντοπόρους εκείνους τειχομάχους της Τροίας που τους αναφλόγισε η ομορφιά της Ελένης. Η Αθάνα Λινδία, η Δωρική, διαφεντεύει τη Μεσόγειο στ’ ακραία τούτα σημάδια της. Τη χαριτώνει η Παναγιά η Σκιαδενή, ο Σταυρός ο Απολλωνιάτης. Το χελιδόνι του Παρθενώνα πάει να χτίσει τη νέα φωλιά του σ’ ένα γείσο της Λίνδου. Είναι το χελιδόνι των Πελασγών, που ξαναβρίσκει τους Πελασγούς σε μιά στιγμή θαυμαστή που και μόνο για να τη ζήσει κανείς αξίζει νάχει .πονέσει
απεριόριστα”.
«
•    23
10.    Ένα χρόνο αργότερα, στις’22 Ιουλίου 1920, καταγγέλεται από
την Ιταλία η παραπάνω Συνθήκη. Τον Αύγουστο, όμως, του ιδίου έτους
υπογράφεται η Συνθήκη των Σεβρών και με τη Συμφωνία Bonino-Βενιζέλου
επικυρώνεται, σχεδόν, η προηγούμενη Tittohi-Βενιζέλου, με τη διαφορά, ότι
το Δημοψήφισμα για τη Ρόδο θα διενεργόταν μετά 15 χρόνια.
Q πολιτικός και ιστορικός Σπύρος Μαρκεζίνης, αναφερόμενος στις δύο αυτές συνθήκες, γράφει: “…Το θέμα της Δωδεκανήσου εφάνη προς στιγμήν οριστικώς τερματισθέν εις όφελος της Ελλάδος, δια της συμφωνίας Τιττόνι-Βενιζέλου. Όταν, όμως, εις τας παραμονάς της Συνθήκης των Σεβρών ανεκλήθη η συμφωνία, τότε η κατάστασις εφάνη ότι περιεπλέκετο εκ νέου, εφόσον η μέλλουσα να υπογραφή συνθήκη προέβλεπε την εκχώρησιν της Δωδεκανήσου εις την Ιταλίαν. Αλλά χάρις εις την επιμονήν του Βενιζέλου, εξασφαλίσαντος την βοήθειαν του Άγγλου Πρωθυπουργού Λόυδ Τζώρτζ, επετεύχθη ‘ως»προς την Δωδεκάνησον νέα ελληνο-ιταλική ‘συμφωνία, η οποία υπεγράφη ταυτοχρόνως με την Συνθήκην των Σεβρών. Κατά ταύτην η μόνη επελθούσα μεταβολή ήτο η αναφερόμενη εις το δημοψήφισμα δια την
Ρόδον, το οποίον δεν θα ηδύνατο να διεξαχθή προ της παρελεύσεως 15 ετίας. Και είναι μεν απορίας άξιον, διατί προεκρίθη αυτή η περίπλοκος διαδικασία καθήν όλα τα Δωδεκάνησα δια της Συνθήκης των Σεβρών περιήρχοντο εις την Ιταλίαν και κατόπιν θα παρεχωρούντο από την Ιταλίαν εις ημάς. Ανεξαρτήτως τούτου όμως, γεγονός παραμένει ότι η σύνδεσις της τύχης των Δωδεκανήσων με την Συνθήκην των Σεβρών απέβη εις όφελος της Ιταλίας. Διότι, η συνθήκη εκείνη ουδέποτε επικυρωθείσα και εφαρμοσθείσα αφήκε πραγματικην κατάστασιν υπέρ των Ιταλών, μέχρις ότου μετά την Συνθήκην της Λωζάννης ηκολούθησε και η προσάρτη’σις”.
Αυτά είναι, κατά την άποψη μας, τα κύρια σημεία της διπλωματικής ιστορίας του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, από το 1912 μέχρι του 1920, όπου καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Πρέπει, εξάλλου, να τονιστεί, ότι κατά την παραπάνω χρονική περίοδο της ιταλικής διοίκησης, 1912-1920, ως και επί τουρκοκρατίας, Θρησκευτικό και Εθνικό κέντρο της Επαρχίας Ρόδου ήταν η Γερά Μητρόπολη Ρόδου. Το ίδιο συνέβαινε και με τις υπόλοιπες άλλες τρεις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, ήτοι της Κω,.Καλύμνου και Καρπάθου. Και παρέμεναν, το σπουδαιότερο, σχεδόν, άθικτα τα προνόμια που είχεν η Εκκλησία επί της Εκπαίδευσης. Επιπλέον, μέχρι τη Συνθήκη της Λωζάννης, τουλάχιστον, ηπήρξε όχι μόνο Εθναρχικό Κέντρο η Εκκλησία της Δωδεκανήσου, αλλά και σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης, προόδου, ως και κάθε άλλης κοινωνικής και πατριωτικής εκδήλωσης. Έτσι, εκτός των άλλων, προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας κατά κοινή αναγνώριση, η Εκπαίδευση της Ρόδου προηγούνταν σε είκοσι χρόνια της Ελεύθερης Ελλάδας.
Ταυτόχρονα, η Ελλάδα της δεκαετίας του ΊΟ ήταν η χώρα των νικηφόρων δύο βαλκανικών πολέμων και με δεδομένο, ότι βρισκόταν με την πλευρά των νικητών του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Καθώς, επίσης, ότι με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο είχε και την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων κατά την εκστρατεία στη Μικρά Ασία.
Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμιστούν και οι αγώνες των απανταχού της γης Δωδεκανησίων στην προώθηση του Δωδεκανησιακού Ζητήματος.
5. Το Δωδεκανησιακό κατά την περίοδο 1921-1947
Αντίθετα, με τη δεκαετία του ΊΟ, στην επόμενη του ’20, από την αρχή, ήδη, άρχισαν να δημιουργούνται δυσμενείς συγκυρίες για το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, τόσο στο εσωτερικό της Δωδεκανήσου, όσο και στο πολιτικό τοπίο της Ελλάδας. Έτσι, σε γενικές γραμμές:
α) Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 καταψηφίζεται και χάνει την εξουσία ο Ελευθέριος Βενιζέλος και αλλάζει, σχεδόν,’πέρα για πέρα, η πολιτική φυσιογνωμία της χώρας. Ο Βενιζέλος, δεν εκλέγεται ούτε * καν βουλευτής,   αποσύρεται της πολιτικής και αναχωρεί στο εξωτερικό,
εγκαταλείποντας την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων. Την εκλογική καταδίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου, οι ιστορικοί την κατατάσσουν σαν μία από πιο αρνητικές αποφάσεις του Ελληνικού λαού. Για το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό και άλλα παρόμοια, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, θα πει το 1977: “…Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι σαν λαός κάναμε τα μεγαλύτερα πολιτικά σφάλματα στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του Έθνους”.
Εξάλλου, ενώ στο εσωτερικό της χώρας δημιουργούταν νέα κατάσταση πραγμάτων, ο πόλεμος στη Μικρά Ασία συνεχιζόταν και ολοένα απέβαινε σε βάρος μας. Επιπρόσθετα και οι σύμμαχοι μας στους οποίους συμπεριλαμβανόταν και η Ιταλία, άρχισαν να μας αντιμετωπίζουν με διαφορετικό μάτι, για να μην πούμε τελείως εχθρικό, υπό το πρόσχημα της παλινόρθωσης του Βασιλέα Κωνσταντίνου. ,Για τη στάση αυτή των Αγγλογάλλων και Ιταλών, κι’αυτός ο αυτοεξόριστος Βενιζέλος, θα πει με πικρία : “Αυτοί μας παρακαλούσαν, μας ικέτευαν να αποβιβαστούμε στη* Σμύρνη, κι’ εμείς αποβιβαστήκαμε. Τώρα,” τα αρνούνται όλα. Μας εγκαταλείπουν”. Η κατάσταση αυτή, φυσικά, ευνοούσε, εκτός των άλλων, και τα σχέδια των Ιταλών στη Δωδεκάνησο. Αξίζει να μεταφερθεί εδώ, έστω και παρεμπιπτόντως, ότι εκτός του δικού μας Ιωάννη Μεταξά,. ο οποίος παρομοίαζε το Μικρασιατικό με ετοιμόρροπο τοίχο, και ο Ουϊνστον Τσώρτσιλ, Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου κατά τη διάρκεια των ετών 1915-1919, στο δεύτερο τόμο των απομνημονευμάτων του, ο αποκαλούμενος και πατέρας της Νίκης, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν αντίθετος της εκστρατείας στη Μικρά Ασία και με φορτικότητα παρώτρυνε τον τότε Αγγλο Πρωθυπουργό Λόϋδ Τζώρτζ, να θέσει τέρμα στην προώθηση του στρατού μας. Γιατί, κατά τη γνώμη του, ήταν μοιραίο να ηττηθούν τα ελληνικά στρατεύματα, και σύμφωνα με την εκτίμηση του Μεγάλου Αγγλου Πολιτικού, οι Τούρκοι θα έσφαζαν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, ” η δε ευθύνη θα ριχνόταν πάνω μας “, δηλαδή στους Εγγλέζους.
β) Η ιταλική Διοίκηση Δωδεκανήσου εξορίζει στις 26 Σεπτεμβρίου 1921 το Μητροπολίτη Ρόδου Απόστολο Τρύφωνος. Αρχικά στην Πάτμο και ακολούθως, ύστερα από παρέμβαση ευρωπαϊκών παραγόντων, μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη. Κι εκεί η κατάσταση για την κορυφή της Ορθοδοξίας δεν ήταν καθόλου ρόδινη.Υπό την επήρεια του μαινόμενου φανατισμού των Τούρκων και με τη συνδρομή του περιβόητου Παπαευθύμ, έγιναν στη Βασιλεύουσα από το 1922-1925, τρεις αλλαγές Πατριαρχών. Και επιπρόσθετα, κατά τις συζητήσεις που προηγήθηκαν της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάννης, η τούρκικη αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Ισμέτ Ινονού, απαιτούσε και την απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, συνδυάζοντας έντεχνα την παραμονή του εκεί με κάθε Εθνική δραστηριότητα του Ελληνισμού κατά των Τούρ’κων. Έχοντας δε προς τούτο και την εμφανή υποστήριξη του ιταλικού παράγοντα, ο οποίος, με τη σειρά του και προς
ίδιους ιδιοτελείς σκοπούς, απέβλεπε, εκτός των άλλων, και στην Αυτοκεφαλοποίηση της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου. Μέσα στο βαρυμένο αυτό κλίμα θεωρήθηκε επιτυχία του Βενιζέλου η παραμονή στην Πόλη του Κέντρου της Ορθοδοξίας, αλλά ο Πατριάρχης στερήθηκε του λοιπού όλων των πολιτικών και διοικητικών εξουσιών που είχε από της εποχής του Μωάμεθ του Πορθητή και οι οποίες τον είχαν καταστήσει Εθνάρχη των υπόδουλων Ελλήνων.
Δύσκολες στιγμές για τον Ελληνισμό, καθώς και δυσμενείς συγκυρίες για το Δωδεκανησιακό Ζήτημα.
γ) Τον Ιούλιο του 1922 απελαύνεται από τους Ιταλούς στο Καστελλόριζο ο Μητροπολίτης Καρπάθου Γερμανός Μανούδης.
δ) Τον Ιούλιο του 1924 .απέθανε ο Μητροπολίτης Κω Αγαθάγγελος. Έτσι, σε μια κρίσιμη εποχή για το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, αναπόσπαστο μέρος του οποίου, αναμφίβολα, ήταν και το Εκκλησιαστικό, η Εκκλησία της Δωδεκανήσου έμενε, σχεδόν, ακέφαλη. Καθόσον, μόνον ο Καλύμνου-Λέρου βρισκόταν στην έδρα του.
ε) Το 1922, επίσης ηττήθηκε η Ελλάδα στη Μικρά Ασία. Και στα ξημερώματα της 3ης Σεπτεμβρίου του” έτους εκείνου; η “Μεγάλη Ελλάς”, όπως αποκαλούσε ο ιστορικός του Έθνους Κωνσταντίνος Παραρρηγόπουλος τη Μικρά Ασία, βρισκόταν ολοκληρωτικά στα χέρια του Κεμάλ. Ο ξεριζωμός του Ελληνισμού από τα ιερά χώματα της Ιωνίας, με το κυρίαρχο εκεί Ελληνικό στοιχείο στον οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό βίο, ήταν, πλέον, μια θλιβερή πραγματικότητα. Η Ελλάδα, ύστερα από πολύχρονο κοπιώδη πόλεμο, με τις χιλιάδες νεκρούς και ανυπολόγιστες οικονομικές θυσίες, αναγκάστηκε να απορροφήσει και να αφομοιώσει 1,5 εκατομμύριο άτομα, που έφθαναν (όσοι πρόφθαιναν), ρακένδυτοι κατά καραβάνια στη χώρα μας^ εγκαταλείποντες δια της βίας πίσω τους σημαντικές κινητές και ακίνητες περιουσίες. Επιπλέον, στους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας προστέθηκαν, αργότερα, και οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Η εκκένωση της τελευταίας έγινε τον Οκτώβριο του 1922, με την ανακωχή των Μουδανιών, κάτω από τον “ετσιθελισμό”, στην κυριολεξία, των Άγγλων, Γάλλων και Ιταλών.
Τα χρόνια που επακολούθησαν μέχρι το 19.28, υπήρξαν χρόνια μεγάλης οικονομικής δυσπραγίας για τη χώρα μας, και συνεχών εσωτερικών ανωμαλιών,, τις οποίες επέτεινε και το Πολιτειακό. Και του οποίου την οριστική λύση, είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, έδωκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με το Δημοψήφισμα του 1975.
στ) Κι ενώ στη χώρα μας είχαμε να αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις, στην Ιταλία, τον Οκτώβριο του 1922, πραγματοποιείται πολιτική αλλαγή, που την ευνοούσε, ως προς το Δωδεκανησιακό Ζήτημα τόυλ,άχιστο. Στην εξουσία ανέρχεται το φασιστικό κόμμα και, συν τω χρόνω, η Ιταλία του Μουσσολίνι αρχίζει να υπολογίζεται* * ακόμη περισσότερο, σαν ευρωπαϊκός, αλλά και διεθνής παράγοντας. Και
ανεξάρτητα με το τί γράφτηκε ή και γράφεται μεταπολεμικά για το Μουσσολίνι, γεγονός παραμένει, ότι στις δεκαετίες του ’20 και ’30, διεθνούς κύρους πολιτικές προσωπικότητες και αυτός ακόμη ο έμπειρος και διορατικός Ελευθέριος Βενιζέλος, είχαν υποστεί, σε σημαντικό βαθμό, τη γοητεία του Ιταλού δικτάτορα. Και ο Χίτλερ το 1923 επιχειρεί να καταλάβει την εξουσία, μιμούμενος το παράδειγμα του Μουσσολίνι, άσχετα εάν τότε το εγχείρημα του αποτυγχάνει. Άλλωστε, οι πάσης φύσεως δικτατορίες ήταν του “συρμού” στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.
Με αυτά, λοπόν, τα δεδομένα πλεονεκτήματα, την 25η Σεπτεμβρίου του 1922, η Ιταλία βρήκε κατάλληλη τη στιγμή για να προβεί στη δήλωση, ότι δεν θεωρεί πια ισχύουσα τη συνθήκη των Σεβρών, σύμφωνα με την οποία, εκτός των άλλων, παραχωρούνταν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα.
Αυτές τις δυσμενείς συγκυρίες είχε να αντιμετωπίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όταν, επικεφαλής τη Ελληνικής αντιπροσωπείας της Επανάστασης του 1922, της οποίας ηγείτο ο θρυλικός Μαύρος Καβαλάρης, ο Νικόλαος Πλαστήρας, διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις με τηνΤουρκία, οι οποίες κατέληξαν στη Συνθήκη της Λωζάννης; η οποία υπογράφηκε στις 23 Ιουλίου του 1923. Η οποία, ναι μεν, χαρακτηρίστηκε, ως η ταφόπετρα της “Μεγάλης Ιδέας”, αλλά χάρη στη διπλωματική δεξιοτεχνία του Εθνάρχη, επιτεύχθηκε αξιοπρεπής διέξοδος από την ταπείνωση, ενώ παρεχόταν δι’ αυτής της Συνθήκης, η δυνατότητα στη χώρα να ζήσει οπωσδήποτε εντός των στενότερων ορίων της. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, σε δηλώσεις του το 1931, θα πεί, ότι με τή Μικρασιατική καταστροφή καί την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Έλληνες “συνεπλήρωσαν την εθνακήν των αποκατάστασιν δια της πλήρους σχεδόν επιτυχίας των εις την Βαλκανικήν χερσόνησον και τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, δια της πλήρους δε αποτυχίας των εν Μικρά Ασία. Ο τελευταίος πόλεμος απέδειξεν ότι η προσπάθεια ημών προς εγκατάστασιν επί της ανατολικής πλευράς του Αιγαίου υπερέβαινε τας δυνάμεις Εθνους μικρού, σπαρασσόμενου υπό εμφυλίου πολέμου, καθ’όσον χρόνον διεξήγε έναν μεγάλον εξωτερικόν πόλεμον”. Προσθέτοντας, παρεθεντικά, εν προκειμένω την άποψη μας, θα λέγαμε, ότι ο Εθνικός Διχασμός των ετών 1915-1917 και με τα επακολουθήσαντα, εξακολουθεί, δυστυχώς, να πλανάται και να επηρεάζει ακόμα, ύστερα από 83 χρόνια, την πολιτική σκέψη των Ελλήνων.
Δεν εδίστασε δε ο ίδιος ο Βενιζέλος να αρθεί υπεράνω των μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και το 1931, ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας, να προτείνει την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά, του επονομαζόμενου Ατατούρκ, δηλαδή πατέρας των Τούρκων, για το βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη. Το σπίτι δε στη Θεσσαλονίκη που γεννήθηκε το 1881 ο Ατατούρκ, θεωρήθηκε το 1953 διατηρητέο μνημείο, επισκευάστηκε και συντηρείται. Εκ των υστέρων, βέβαια , τα πράγματα δεν εδραίωσαν το¥
Βενιζέλο σε όλα, καθόσον το μέλλον επεφύλασσε διαφορετικές εξελίξεις και εκπλήξεις στα ελληνοτουρκικά.
Δυστυχώς, το Δωδεκανησιακό Ζήτημα έπαιρνε δραματική τροπή. Η Τουρκία παραχώρησε στην Ιταλία τα δικαιώματα της επί της Δωδεκανήσου κι έτσι “μονιμοποιόταν” στα νησιά η ιταλική κατοχή, που άρχισε από το 1912. Και είναι η πρώτη φορά, με τη Συνθήκη της Λοζάννης, όπου η Ιταλία απόκτησε στη Δωδεκάνησο, τίτλους κατοχής, οι οποίοι στηρίζονταν στο Διεθνές Δίκαιο. Έτσι η Ελλάδα, ενώ πάλευε με τόσα ακανθώδη και πιεστικά προβλήματα, χωρίς να μπορεί εκ των πραγμάτων να αντισταθεί, αποδεχόταν το κλείσιμο του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, σαν τετελεσμένο γεγονός, προβάλλουσα κάποιας αόριστης μορφής διαμαρτυρία, υποκύπτοντας στη θέληση, ή αναφερόντες συνήθη όρο, στο δίκαιο του ισχυρότερου.
Θα βρισκόταν, ως εκ τούτου, εκτός πραγματικότητας κάθε απόπειρα υποστήριξης του αντιθέτου, ότι μετά τη νομιμοποπίηση της κατοχής της επί της Δωδεκανήσου, η Ιταλία δεν θα εκμεταλλευόταν τις ευνοϊκές γι’ αυτή συγκυρίες και τη δυνατότητα που της παρεχόταν για να επιβάλει την πολιτική της, και μάλιστα τη φασιστική του Μουσσολίνι. Τότε, από το 1924, ανακινήθηκε και το θέμα της Αυτοκεφαλαιοποίησης της Εκκλησίας της Δωδεκανήσου.
Κατά την προσωπική μας άποψη αποτέλεσε ευτύχημα, θα λέγαμε μάλιστα, ότι ήταν ο από μηχανής Θεός, για την Εθνολογική υπόσταση της Δωδεκανήσου, ο εντοπισμός της κύριας δράσης της ιταλικής πολιτικής επί του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, από το 1924-1929, στο περίφημο “Αυτοκέφαλο”, Και το οποίο, τελικά, δεν έγινε, και έκλεισε επίσημα οριστικά τον Οκτώβριο του 1929, χάρη στη σύνεση, την υπομονή και τη διπλωματικότητα των ταγών του Έθνους και της Εκκλησίας, αλλά και των συγκυριών που δημιουργήθηκαν, υπό τη φωτισμένη ηγεσία του Κυβερνήτη Ελευθερίου Βενιζέλου.
Συγκεκριμένα, στις 19 Αυγούστου του 1928, διεξάγονται βουλευτικές εκλογές και αναδεικνύεται πανίσχυρος ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μετά την κατρακύλα του Νοεμβρίου του 1920, τον επαναφέρει στην Αρχή, σαν Μεσσία ο Ελληνικός λαός, ύστερα από οκτώ χρόνια. Εξασφαλίζει το 61% της προτίμησης του εκλογικού σώματος και το κόμμα των Φιλελευθέρων και οι μετ’αυτού συνεργαζόμενοι κέρδισαν 223 έδρες στο Κοινοβούλιο εκ των 250. Και όπως θα γράψει ενδεικτικά στη γυναίκα του Έλενα: “…Ουσιαστικώς, ο Ελληνικός λαός με κατέταξε κοινοβουλευτικό δικτάτορα”.
Όταν ο Βενιζέλος ανέλαβε την εξουσία, διεπίστωσε, πράγματι, ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε κατάσταση διεθνούς απομόνωσης. Έτσι, εκτός των άλλων ενεργειών του, έταξε ως κύριο αντικειμενικό σκοπό της Εξωτερικής του πολιτικής την προσέγγιση με την Ιταλία και την Τουρκία. Εξάλλου, είχαν προηγηθεί και δύο επισκέψεις, κατά τη διάρκεια
του 1927, του Μιχαλακόπουλου στη Ρώμη, και είχε, ήδη, προλειανθεί το έδαφος.
Ο σημερινός Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος έχει ειδικευθεί ως νομικός στις διεθνείς σχέσεις, στο έργο του : ‘Ελευθέριος Βενιζέλος και οι εξωτερικές μας σχέσεις, 1928-1932″, το οποίο κυκλοφόρησε το 1986, στηριζόμενος σε σημείωμα του Βενιζέλου για τη συνομιλία που είχε με το Μουσσολίνι στη Ρώμη, στις 24 Σεπτεμβρίου 1928, το οποίο άντλησε από τα αρχεία : Ελ. Βενιζέλος αρ. 51, αναφέρει σε κάποιο σημείο : “… Όταν ο Βενιζέλος επέστρεψε στην εξουσία, στήριξε την εξωτερική πολιτική του στο άνοιγμα προς τη Ρώμη. Το πρόβλημα των Δωδεκανήσων αποτελούσε ένα σοβαρό ε,μπόδιο στο δρόμο αυτόν. Ο Βενιζέλος ήταν αποφασισμένος να το ξεπεράσει, παρά τις συναισθηματικές αντιδράσεις, που θα προκαλούσε αυτό στην Ελλάδα. Όταν συνάντησε το Μουσσολίνι στη Ρώμη για την υπογραφή τής Συνθήκης, το Σεπτέμβριο του 1928,.διαβεβαίωσε το Duce, ότι δεν είχε καμία πρόθεση να ανακινήσει το ζήτημα και ότι δεν θα αμφισβητούσε την ιταλική κυριαρχία στα νησιά. Ζήτησε, μόνο, να βελτιωθεί η συμπεριφορά τη^· ιταλικής διοίκησης προς τους Δωδεκανησίους. Ο Μουσσολίνι το δέχθηκε, και είπε στο Βενιζέλο, ότι δεν είχε σκοπό να μεταβάλει την Εθνική σύνθεση του πληθυσμού ή να χρησιμοποιήσει τα νησιά για αποικιστικούς σκοπούς”.
Έτσι, το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, στις 23 Σεπτεμβρίου 1928, υπογράφηκε συνθήκη φιλίας, διαιτησίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
Εξάλλου, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, στο έργο του : “Η πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος”, οριοθετώντας συμπερασματικά την εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου, γράφει, μεταξύ των άλλων : “…Όταν ήλθεν εις την Ελλάδα το 1910, άξων της πολιτικής του είναι η Αντάν και εν συνεχεία η συνεργασία των Βαλκανίων, έναντι της Τουρκίας, αφού απέτυχεν η προσέγγισίς του προς εκείνην. Το 1928 θα αποβλέψη εις καλάς σχέσεις με την Γουγκοσλαβίαν, ακόμη και με αυτήν την Βουλγαρίαν, αλλά βασικώς την φιλίαν του στηρίζει, πλέον, εις την Τουρκίαν και την Ιταλίαν”.
Ευθύς, μετά την υπογραφή του συμφώνου φιλίας, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ευρισκόμενος στη Ρώμη, έκανε δηλώσεις, στις οποίες τόνιζε ότι: “…Το Δωδεκανησιακό Ζήτημα δεν υφίσταται μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας, όπως δεν υφίσταται και το Κυπριακόν, μεταξύ Ελλάδος και Μεγάλης Βρεταννίας. Όπως δε η .Κύπρος δεν ημπόδισεν, επί ήμισυ, ήδη αιώνα,* αφότου κατέχεται υπό της Μεγάλης Βρεταννίας, τας αρίστας προς την τελευταίαν ταύτην σχέσεις της Ελλάδος, δεν δύναται και δεν πρέπει και η Δωδεκάνησος να εμπόδιση την ανάπτυξιν και εμπέδωσιν σχέσεων φιλίας και εμπιστοσύνης μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας”. Όταν δε ο Μητροπολίτης Ρόδου Τρύφωνος, του ζήτησε, δια πλαγίας εμπιστευτικής διπλωματικής οδού, να* καθορίσει την τηρητέα γραμμή, έναντι της νέας κατάστασης πραγμάτων, ο
Βενιζέλος με επιστολή του, υπό ημερομηνία 14.12.1928, επαναλάμβανε την παραπάνω θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης και τόνιζε: “Σεβασμιώτατε, δια τα εν τη από 22 Αυγούστου επιστολή εκφραζόμενα συγχαρητήρια, ευχαριστώ θερμότατα τόσον την Υμετέραν Σεβασμιότητα, όσον και την αξιότιμον Δημογεροντίαν Ρόδου.
Όσον αφορά τα εν τη υμετέρα από 5 Σεπτεμβρίου επιστολή εκτιθέμενα, έλαβον γνώσιν αυτών μετ’ ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.
Αι γενόμεναι αφ’ ενός υπ’ εμού δηλώσεις της Ελληνικής Κυβερνήσεως καθ’ ας αύτη θεωρεί το Δωδεκανησιακόν Ζήτημα ουχί ως υφιστάμενον μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας, αλλ’ ώς ζήτημα αφορών αποκλειστικώς την Ιταλίαν και τους Δωδεκανησίους, και αφ’ ετέρου η δια της υπογραφής του ελληνοϊταλικού συμφώνου εκκαθάρισις της πολιτικής ατμόσφαιρας και παγίωσις των φιλικών μεταξύ των δύο λαών δεσμών, θέλουσιν ασφαλώς συντέλεση, όπως διαλυθή ευχερώς πάσα παρεξήγησις. Προς τούτο αρκεί η καλή θέλησις αμφοτέρων των ενδιαφερομένων μερών, ήτοι τής τε Ιταλικής διοικήσεως και του ομογενούς στοιχείου, είμαι δε πεπεισμένος, ότι δεν στερείται η πρώτη τοιαύτης. Λελογισμένη και ειλικρινής προσφυγή του Δωδεκανησιακού’, λαού εις ταύτην δεν είναι δυνατόν παρά αγαθούς να αποδώση καρπούς.
Δέξασθε, Σεβασμιώτατε, την διαβεβαίωσιν της ειλικρινούς μου φιλίας και διαβιβάσατε, παρακαλώ τον χαιρετισμόν μου εις τους φίλους, ων των αισθημάτων εγένετο ερμηνεύς η Υμετέρα Σεβασμιότης .
Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος
Οι παραπάνω δηλώσεις του Βενιζέλου προκάλεσαν αναστάτωση. Οι Δωδεκανησιακές Οργανώσεις στην Ελεύθερη Ελλάδα, ως και εκείνες του Εξωτερικού, με ψηφίσματα και λοιπές εκδηλώσεις του καταλόγιζαν, ότι δεν υποστήριζε το Δωδεκανησιακό Ζήτημα με όση θέρμη μπορούσε και έπρεπε. Και όταν στις 25η Μαρτίου του 1929, στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης, παρουσιάστηκαν οι Δωδεκανήσιοι φοιτητές με την Ελληνική Σημαία, η Αστυνομία τους απομάκρυνε. Οι γνώμες διχάστηκαν και μιά μερίδα τάχθηκε υπέρ της μετριοπαθούς στάσης και η άλλη υπέρ της αδιάλλακτης, αν και αμφότερες οι πλευρές, αναντίρρητα, εμφορούνταν από πατριωτικά αισθήματα και επιθυμούσαν διακαώς την εξυπηρέτηση του Δωδεκανησιακού Ζητήματος.
Ο Βενιζέλος, προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα και εμπιστευτικά συνιστούσε μετριοπάθεια. Εκείνη την εποχή προείχε το γενικότερο Εθνικό συμφέρο, ως και η μη Εθνολογική αλλοίωση του πληθυσμού της Δωδεκανήσου, με την παραμονή στα Πάτρια, όπως συνιστούσε ήδη από το 1830 και ο Ιωάννης Καποδίστριας, που υπήρξε, χωρίς δεύτερη κουβέντα,Ό πλέον φωτισμένος και ικανός διπλωμάτης και πολιτικός, της πρώτης 50ετίας του 19ου αιώνα, σε ευρωπαϊκό, μάλιστα,
επίπεδο. Επιπλέον, ο Βενιζέλος διαμηνούσε, να μην δίδονται επιχειρήματα στη φασιστική διοίκηση να προβαίνει σε αντίποινα.
Συν τω χρόνω, όμως, άρχισαν και γίνονται κατανοητοί οι διπλωματικοί χειρισμοί του Βενιζέλου. Έτσι, εκτός των άλλων, ο Αντιπρόεδρος του Δωδεκανησιακού Συλλόγου Αθηνών Μ.Γ.Γεωργαντάς, σε άρθρο του την εφημερίδα της Αλεξάνδρειας “Ομόνοια”, της 1.10.1928 έγραφε, εν προκειμένω : “…Ο κ. Βενιζέλος, ακολουθών συστηματικώς πολιτική ν φιλίας μετά των γειτόνων, τη επινεύσει ολοκλήρου του Ελληνικού λαού, δεν ηδύνατο να παραβλέψει την πρωτεύουσαν μεταξύ αυτών θέσιν, ην κατέχει το Ιταλικόν Κράτος. Αλλά και ουδείς Δωδεκανήσιος θα ηύχετο να παραμένουν εχθρικαί αι σχέσεις τής επισήμου Ελλάδος μετά της Ιταλίας, λόγω του Δωδεκανησιακού, καθόσον τούτο Qa απέβαινε, ασφαλώς, εις βάρος των ποικίλων και σοβαροτάτων Ελληνικών συμφερόντων”.
Για να γίνει κατανοητή, περισσότερον ακόμη, η αρνητική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί ως προς το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, την εποχή .εκείνη, παρατίθεται περικοπή από αγόρευση του Πρωθυπουργού της Χώρας : Την 18η Νοεμβρίου 1931, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωνε στη Βουλή των Ελλήνων : “Όσον αφορά τα Δωδεκάνησα ημπορεί κανείς να προείδη, ότι δύο ή τρεις εκ των νήσων τούτων, όσαι παρουσιάζουν ιδιαίτερον ενδιαφέρον δια την Ιταλίαν, θα παραμείνουν ιταλικαί. Δια τας λοιπάς δεν πρέπει, ίσως, να θεωρείται αποκλειόμενη δια τους ενδιαφερόμενους η ελπίς, ότι μίαν ημέραν ημπορεί να παραχωρηθούν υπό της Ιταλίας, εις την Ελλάδα “.
Στις εκλογές του 1933, ο Βενιζέλος καταψηφίζεται. Για να επαληλευθεί το κοινώς λεγόμενο: “Ο λαός ανεβάζει, και ο λαός κατεβάζει”. Την περίοδο που επακολούθησε μέχρι το 1935, μεσολαβούν διάφορα δυσάρεστα εσωτερικής φύσεως γεγονότα, ο Βενιζέλος, μαζί με άλλους, καταδικάζεται ερήμην για τη συμμετοχή στο αψυχολόγητο, κατά τη γνώμη μας, κίνημα του Μαρτίου του 1935, και το πρωί της 18ης Μαρτίου 1936, εξόριστος, πεθαίνει στο Παρίσι. Έφυγε για πάντα κι’ έσβησε μακριά από την Ελλάδα, μακριά από την Κρήτη του, την οποία πολύ αγάπησε και η οποία, με τη σειρά της, του ανταπέδιδε την αγάπη της. Μακριά από τους Έλληνες, όπως και ο Χαρίλαος Τρικούπης το. 1896. Τάφηκε και αναπαύεται στο Ακρωτήρι της Κρήτης.
Απέθανε, λοιπόν, και αυτός ο Μεγάλος Πολιτικός του αιώνα μας στη ξενητειά, και υπό τύπον μόνο παραχώρησης του επιτράπηκε να ταφεί στο Ακρωτήρι, αλλά χωρίς να περάσει, ούτε ως νεκρός από την Αθήνα, την πρωτεύουσα του Ελληνισμού, εκεί όπου κατά τον ποιητή, “πιο πολύ με τους όεούς ο άνθρωπος ταιριάζει”. Την πόλη, επίσης, που δονούνταν από συγκίνηση, όταν τον άκουε να αγορεύει.
Και, όπως, πολύ επιγραμματικά γράφτηκε τότε: η δρυς
έπεσε…    ‘    ‘
Έτσι, έκλεισε μία 25ετία του Δωδεκανησιακού Ζητήματος, η^ οποία είτε κατά τρόπον άμεσο,είτε έμμεσο, φέρει την προσωπική σφραγίδα
του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου. Παράλληλα με το Πανελλήνιο, η Δωδεκάνησος έχει επιπρόσθετο λόγο να χρεωστά ευγνωμοσύνη στο εκλεκτό τέκνο της Μεγαλονήσου Κρήτης : χάρη στις διπλωματικές και ουσιαστικές ενέργειες του το Δωδεκανησιακό Ζήτημα άγγιξε, σε κάποια συγκυριακή φάση, τη λύση του, σύμφωνα με τους προαιώνιους πόθους των Δωδεκανησίων,όταν δε οι διεθνείς συγκυρίες υπήρξαν δυσμενείς, δεν το εγκατέλειπε, αλλά με επιδεξιότητα και μακροπρόθεσμη προοπτική το διατηρούσε στην επικαιρότητα, μέχρι να,έλθει το πλήρωμα του χρόνου, πάντοτε, μέσα στα γενικότερα πλαίσια των Εθνικών συμφερόντων.
Για την δράση του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως πολιτικού, γράίρτηκαν και ειπώθηκαν πάρα πολλά, από ξένους και από Έλληνες, από φίλους και αντιπάλους. 62 χρόνια από ,το θάνατο του, δικαιώνεται η πεποίθηση, ότι υπήρξε εκ των μεγαλυτέρων πολιτικών της νεώτερης Ελλάδας. Ο εκ διαμέτρου αντίθετος με τη βεναζελική πολιτική κατά* την εποχή του Εθνικού διχασμού, αλλά και μετέπειτα, ο Ιωάννης Μεταξάς, θα πεί, όταν ανηγγέλθηκε ο θάνατος του : “…Σπανίως από καιρού εις καιρόν εμφανίζονται εν τη ιστορία ισχυροί άνδρες, ως ισχυρά μετέωρα εις άλλους εμπνέοντα τον σεβασμό και σε αλλους το δέος. Ενώπιον τοιούτων ανδρών διαιρούνται αυτομάτως οι άνθρωποι εις φίλους και εχθρούς. Ουδείς μένει αδιάφορος, ουδείς μένει ουδέτερος…Από αυτόν, εξάλλου, προέρχεται και η ονομασία των αντιπάλων του…”.
Και για να μεταφερθούμμε στη σύγχρονη εποχή, και ο τωρινός Πρόεδρος του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας Κώστας Καραμανλής, στον οποίο ανατρέξαμε και προηγούμενα στη σημερινή μας ομιλία, κατά την περυσινή επίσκεψη του στα Χανιά, θα υπογραμμίσει για το Ανδρα: “…Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τη δράση του επηρέασε και σφράγισε τη νεώτερη ελληνική ιστορία. Τα κύρια χαρακτηριστικά το Ανδρός ήταν η τόλμη του, το πείσμα του να υπερασπίζεται τις εθνικές υποθέσεις, το θάρρος του να μπορεί να παίρνει ακόμα και ρίσκα για μεγάλες αποφάσεις, η μαχητικότητα του και η αποφασιστικότητα το,υ. Και κατέληξε, λέγοντας ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου πέτυχε και σε κάποιες δεν πέτυχε. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι δεν δείλιασε ποτέ και αυτό έχει μεγάλη σημασία να το θυμόμαστε, γιατί αυτά είναι τα χαρακτηριστικά, που λείπουν σήμερα και τα χρειάζεται· επειγόντως η Πατρίδα μας στις δύσκολες ατραπούς που πορεύεται και πάλι”.
Εκείνο, όμως, που περισσότερο αξίζει να μεταφερθεί εδώ, είναι η νεκρολογία, την οποία ο ίδιος φαντάστηκε και διατύπωσε, όταν στην συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, στις 28.4.1932, συγκρούστηκε με μιά άλλη ισχυρή πολιτική προσωπικότητα του ’20ού αιώνα, τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, που θεωρείται ο πατέρας της αβασίλευτης δημοκρατίας, στην Ελλάδα, και η οποία νεκρολογία, βρίσκεται χαραγμένη επί’του τάφου του: “Ο προκείμενος νεκρός, αγαπητοί φίλοι, είπε για τον,εαυτό του *o* Βενιζέλος,   ήταν   ένας   αληθινός   Ανδρας,   με   μεγάλο   θάρρος,    με
αυτοπεποίθησιν και δι’ εαυτόν και δια τον λαόν, τον οποίον εκλήθη να κυβέρνηση. Ίσως έκαμε πολλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλιπε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξεν μοιρολάτρης, διότι ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ιδή την χώραν του προηγμένην. Αλλά έθεσεν εις την υπηρεσίαν της, όλο το πυρ, που είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν”.
Να αναφερθεί ότι, μετά το αποτυχόν κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, ο Βενιζέλος φεύγοντας από την Ελλάδα, φυγαδευμένος στην κυριολεξία, την οποία και δεν θα ξαναδεί πια-μέχρι το θάνατο του, συνέδεσε τη φυγή του με τα Δωδεκάνησα. Εγκαταλείποντας τα Χανιά, όπου βρισκόταν κατά την έκρηξη του κινήματος, φθάνει στις 11 Μαρτίου στην Κάσο. Εκεί, αφού ανέβηκε με μουλάρι σ’ένα από τα πιο ψηλά σημεία του νησιού, βυθίζοντας το βλέμμα του στο μακρινό ορίζοντα, όπου διαγραφόταν η γενέτειρα του η Κρήτη, δάκρυσε. Την ώρα εκείνη τη φορτισμένη συναισθηματικά, αναμφίβολα θα πέρασαν απρ το μυαλό του το Θέρισο και όλοι οι αγώνες που τον συνδέανε με τη Μεγαλόνησο.
Στις 14 Μαρτίου έφθασε στην Κάρπαθο και στις 15 στη Ρόδο, και στις 17 θα αναχωρήσει για τη Νεάπολη της Ιταλίας, με προορισμό τη Γαλλία. Κατά την αποβίβαση ίου στην Ιταλία, όπου υπέστη και ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, σταθμίζοντας την τελευταία και την πιο άτυχη φάση της πολιτικής του σταδιοδρομίας, θα πει στη γυναίκα του : “Οι μεγάλοι μαστόροι κάνουν και μεγάλα λάθη”.
Συμπληρώνοντας εν συντομία, τα όσα επακολούθησαν, ως προς το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, μετά το θάνατο του Βενιζέλου, πρέπει να τονιστεί, ότι καθόλη τη δεκαετία του ’30, η Ιταλία ολοένα και ανεβάζει το ευρωπαϊκό της γόητρο, ως Μεγάλη Δύναμη. Και με την άνοδο του ναζιστικού κόμματος στη Γερμανία, αρχίζει να πλευρίζει και να συμμαχεί με τον ανερχόμενο Χίτλερ. Το 1937 γίνεται Αυτοκρατορία, μετά την κατάληψη της Αιθιοπίας και αργότερα, κυριαρχεί στην Αλβανία. Ο Βασιλέας Βιττόριο Εμμανουήλ Γ’, προσαγορεύεται, πλέον Βασιλέας της Ιταλίας και της Αλβανίας και Αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, ο δε Μουσσολίνι Πρωθυπουργός, Αρχηγός του Φασισμού, και ιδρυτής της Αυτοκρατορίας. Έτσι, η φασιστική Ιταλία, γίνεται παντοδύναμη, και ο Μουσσολίνι κατόρθωσε, μέχρϊ το 1940, να εμφανίζει τη χώρα του να έχει βαρύνουσα γνώμη στη διαμόρφωση των καταστάσεων.
Ενδεικτικό «ης ισχυροποίησης της Ιταλίας, αποτελεί και το παρακάτω γεγονός · Όταν αρχές Νοεμβρίου του 1937, ο Βασιλιάς της Ελλάδας Γεώργιος πραγματοποίησε επίσκεψη στη Ρώμη, αφού έγινε δεκτός από τον Υπουργό Εξωτερικών και γαμπρό του Μουσσολίνι Τσιάνο και επεχείρησε να του μιλήσει για το Σχολικό ζήτημα της Δωδεκανήσου, ο τελευταίος τον διέκοψε και, τον παρακάλεσε να μην αναφέρει ζήτημα, στο οποίο ήταν αναγκασμένος να δώσει αρνητική απάντηση. Συνέστησε δε στον Έλληνα Βασιλέα, να αποφύγει να κάνει λόγο περί Δωδεκανήσου στις συνομιλίες που θα είχε, τόσο με το Μουσσολίνι, όσο και με το Βασιλέα της Ιταλίας. Σύσταση, την οποία σεβάστηκε ο Γεώργιος.
Το Σεπτέμβριο του 1939 η Γερμανία καταλαμβάνει, σε διάστημα ολίγων εβδομάδων την Πολωνία και μοιραία αρχίζει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Την 10η Ιουνίου του 1940 την ακολουθεί η Ιταλία και στη συνέχεια, την 28η Οκτωβρίου, η Ιταλία μόνη επιτίθεται κατά της Ελλάδας, με τις γνωστές νίκες του Ελληνικού στρατού στο Αλβανικό μέτωπο. Τότε, την 1-11-1940, κατά τη μάχη Φούρκα στο Αλβανικό μέτωπο, έπεσε ο Δωδεκανήσιος (από τη Χάλκη), Αλέξανδρος Διάκος, πρώτος Έλληνας Αξιωματικός που έδωκε το τίμιο αίμα του για την Ελευθερία.
Ήταν τέτοια η συντριπτική νίκη του Εληνικού στρατού, ώστε, προκειμένου να περισωθεί κάπως το γόητρο του Μουσσολίνι, επενέβη ο Χίτλερ τον Απρίλο του 1941. Γεγονός, όμως, που επέφερε την αποφασιστική καμπή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου’ σε βάρος του Άξονα, καθώς ομολογούν όλοι οι Ιταλοί και Γερμανοί ηγέτες, στις αποκαλύψεις τους μετά το τέλος του Πολέμου. Άσχετα, εάν η αναταραχή που επακολούθησε, η εμφύλια διαμάχη, έθεσε σε κίνδυνο το έπος του 1940 και 1941; και πάντως συνετέλεσε στην ανεπαρκή αξιοποίηση του. Κατά την περίοδο 1941-1944 η χώρα ήταν ιταλο-γερμανοκρατούμενη. Συνέχισε, όμως, τον αγώνα στο πλευρό των Συμμάχων και η Ελληνική Κυβέρνηση βρισκόταν εγκαταστημένη μεταξύ Λονδίνου και Καΐρου. Κατά διαστήματα η Κυβέρνηση Τσουδερού επανέφερε το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, ως διεκδίκηση της Ελλάδας, καθόσον βρισκόταν στο πλευρό των νικητών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Και γενική, ήταν η πεποίθηση, ότι τα Δωδεκάνησα θα επανέρχονταν στην αγκαλιά της Μητέρας-Πατρίδας.
Ο Δωδεκανήσιος, από την Κω, συγγραφέας και δημοσιογράφος Ι.Ε.Γκίκας, ο οποίος κατά την’περίοδο 1926-1940, ζούσε στη Ρώμη και διετέλεσε Διευθυντής τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας, στο έργο του: “Ο Μουσσολίνι και η Ελλάδα”, Αθήνα .1982, αναπτύσσοντας την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας, σε συνδυασμό και με το Δωδεκανησιακό Ζήτημα, αναφέρει, εκτός των άλλων, και τα παρακάτω, τα οποία επικροτούμε απόλυτα.
“…Αλλά και ένα άλλο ακόμη, σπουδαιότατο, αποτέλεσμα είχε για την Ελλάδα η επίθεση του Μουσσολίνι: της έδωσε τα Δωδεκάνησα. Γιατί είναι αναμφίβολο: αν ο Ντούτσε δεν έμπαινε στον πόλεμο, αλλά τηρούσε στάση ουδετερότητας, τα Δωδεκάνησα θα παρέμεναν οριστικά στην Ιταλία και θα διέτρεχαν τον κίνδυνο, με την πάροδο του χρόνου, να εξιταλισθούν. Αναμφίβολο, επίσης, είναι ότι, εάν η Ιταλία, που μετά μπήκε στον πόλεμο, δεν επετίθετο κατά της Ελλάδος, τα Δωδεκάνησα θα παραχωρούνταν από τους Συμμάχους στην Τουρκία όλα, ή τα κυριότερα”.
Το Σεμπτέμβριο του 1943 τη Στρατιωτική Διοίκηση της Δωδεκανήσου αναλαμβάνουν και τη συνεχίζουν, μέχρι το Μάϊο του 1945 οι Γερμανοί.
Λόγω της πολεμικής κατάστασης οι Γερμανοί κανένα ενδιαφέρον δεν εξεδήλωσαν για τα Εκπαιδευπκά και Εκκλησιαστικά μας πράγματα. Αλλού είχαν στραμμένη την προσοχή τους και συγκεκριμένα στις πολεμικές επιχειρήσεις. Την κατάσταση αυτή εκμετελλεύτηκε ο Μητροπολίτης Ρόδου Τρύφωνος και με δεξιοτεχνία πέτυχε την κανονική λειτουργία όλων των Δημοτικών Σχολείων της Ρόδου, καθώς και του Βενετόκλειου Γυμνάσιου, τα οποία, ήδη, από το 1937, λειτουργούσαν ως Ιταλικά, ύστερα από Διάταγμα του φασίστα Διοικητή Ντε Βέκκι.
Επιπλέον: Ενώ η Ελλάδα «είχε απελευθερωθεί από τον Οκτώβριο του 1944, η Δωδεκάνησος παρέμεινε υπόδουλη μέχρι το Μάϊο ίου 1945. Για να γεμίσει το ποτήρι των πικριών….
Την 8η Μαΐου 1945, ο Γερμανός Στρατηγός Wagener, Αρχηγός των κατοχικών δυνάμεων του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος, υπογράφει στη Σύμη την άνευ όρων παράδοση της Δωδεκανήσου, παρουσία του Αγγλου Ταξιάρχου Moffat και του Έλληνα Συνταγμάτάρχη Χρ. Τσιγάντε. Με την πράξη αυτή ολοκληρώθηκε η αγγλική κατοχή της Δωδεκανήσου. Η διαδικασία που προηγήθηκε, καθώς και η υπογραφή του Πρακτικού της παράδοσης έγιναν σ’ ένα παλιό αρχοντικό της Σύμης, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Σύμμαχοι, ως έδρα διοίκησης και στο οποίο υπάρχει σήμερα εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα.
Στις 9 Μαΐου 1945 Αγγλικές Δυνάμεις, με άνδρες του Ιερού
Λόχου αποβιβάζονται στη Ρόδο. Εγκαθίσταται η Αγγλική Διοίκηση
Δωδεκανήσου, οπότε τερματίζεται και η τελευταία κατοχή, την οποία
εκπροσωπούσαν οι Γερμανοφασίστες.    .
Στις 15 Μαΐου 1945, ο Αντιβασιλέας-Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, πριν ακόμη εκδηλωθούν επίσημα οι αποφάσεις των νικητών του Πολέμου για την παραχώρηση του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, κηρύσσει στη Ρόδο τον “αρραβώνα” της Δωδεκανήσου με τη Μητέρα-Πατρίδα.
Η ‘ομόφωνη, κατ’ αρχήν, Συμφωνία για την παραχώρηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα αποφασίστηκε στις 27 Ιουνίου 1946 στο Παρίσι, από το Συμβούλιο των Υπουργών των Εξωτερικών των νικητριών Μεγάλων Δυνάμεων. Η απόφαση, όμως, αυτή δεν έτυχε άμεσης εφαρμογής, γιατί έπρεπε να προηγηθεί η επικύρωση’ της Συνθήκης μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
Στις 2 Φεβρουαρίου 1947 υπογράφεται Συνθήκη Ειρήνης Ιταλίας και Συμμάχων και στο άρθρο 14 αναφέρεται: ‘Ή Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου, Αστυπάλαια, Ρόδο, Χάλκη, Κάρπαθο, Κάσο, Τήλο, Νίσυρο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο, Σύμη, Κω και Καστελλόριζο, ως κ/xi τας παρακείμενος νησίδας”.
Την 31 Μαρτίου 1947 ο Άγγλος Ταξίαρχος Parker υπογράφει στη Ρόδο το πρωτόκολλο παράδοσης της Δωδεκανήσου στον Έλληνα Στρατιωτικό Διοικητή Αντιναύαρχο Περικλή Ιωαννίδη.
Στις 22 Οκτωβρίου 1947 επικυρώνεται η Συνθήκη Ελλάδας-Ιταλίας και στις 28 του ιδίου μήνα γίνεται η προσάρτηση και η Δωδεκάνησος αποτελεί, πλέον, ελληνικό έδαφος. Δεν έμενε, παρά να ορισθεί η επίσημη τυπική τελετή της Ενσωμάτωσης.
Στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, 7/9-1-1948 δημοσιεύεται ο Νόμος 518/48 “περί προσαρτήσεως της Δωδεκανήσου εις την Ελλάδα”, ο οποίος στην πρώτη παράγραφο του μόνου άρθρου αναφέρει: “Αι νήσοι της Δωδεκανήσου Ρόδος, Κάλυμνος, Κάρπαθος^ Αστυπάλαια, Νίσυρος, Πάτμος, Χάλκη, Κάσος, Τήλος, Σύμη, Κώς, Λέρος και Καστελλόριζον, ως και αι προσκείμεναι νησίδες είναι προσηρτημέναι εις το Ελληνικό Κράτος από της 28ης Οκτωβρίου 1947″.
Τα Δωδεκάνησα, που αποτελούσαν ένα από τα βασικά αλυτρωτικά οράματα του Ελληνισμού, περιήλθαν στην Ελλάδα. Όνειρο 638 χρόνων έγινε πραγματικότητα. Και έτσι, έληξε τυπικά και ουσιαστικά το Δωδεκανησιακό Ζήτημα.
Στις 7 Μαρτίου 1948 με την παρουσία του επίσημου Ελληνικού Κράτους, ήτοι του Ανωτάτου Άρχοντα, των Μελών της Κυβέρνησης και της Στρατιωτικής Ηγεσίας, επισφραγίζεται σε επίσημη τελετή η Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Ήταν η ημέρα της δικαίωσης των αγώνων και της ανταμοιβής των θυσιών του Δωδεκανησιακού λαού.
Ο γνωστός ανά το Πανελλήνιο Λογοτέχνης Ι.Μ Παναγιωτόπουλος σε σύντομο χαιρετισμό του την ημέρα εκείνη, Κυριακή, 7-3-1948, έγραφε στην τότε εκδιδόμενη στη Ρόδο ημερήσια εφημερίδα, ‘Ή Ελληνική Σημαία”, μεταξύ των άλλων: …η Ρόδος και τ’ άλλα νησιά, τα Δωδεκάνησα, οι ασάλευτοι Ελληνικοί βράχοι,’ ξαναδίνουν, την ώρα τούτη την άπειρη, το νόημα της Μεσογειακής μας καταγωγής, το νόημα της πρώτης ρίζας. Ξαναγυρίζοντας στ’ ακρογιάλια τους ζούμε την τεράστια μετατόπιση μέσα στο χρόνο: “Λίνδον, Ιαλυσόν τε και αργινόεντα Κάμιρον”. Συλλογιούμαστε τους ποντοπόρους εκείνους τειχομάχους της Τροίας που τους αναφλόγισε η ομορφιά της Ελένης. Η Αθάνα Λινδία, η Δωρική, διαφεντεύει τη Μεσόγειο στ’ ακραία τούτα σημάδια της. Τη χαριτώνει η Παναγιά η Σκιαδενή, ο Σταυρός ο Απολλωνιάτης. Το χελιδόνι του Παρθενώνα πάει να χτίσει τη νέα φωλιά του σ’ ένα γείσο της Λίνδου. Είναι το χελιδόνι των Πελασγών, που ξαναβρίσκει τους Πελασγούς σε μιά στιγμή θαυμαστή που και μόνο για να τη ζήσει κανείς αξίζει νάχει .πονέσε απεριόριστα”.

Από το περιοδικό του ΙΣΑρκαδίας. Αρκάδων Υγεία 8ο τεύχος

One thought to “Χρήστος Απ. Μαντάς Πρ. Ιατρ. Συλ. Ρόδου. Δωδεκάνησος και Ελευθέριος Βενιζέλος”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *