Την μαρτυρία ενός πρόσφυγα μεταφέρει ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Paul στο κείμενο που ακολουθεί. Όπως την κατέγραψε εκείνες τις ημέρες της μεγάλης σφαγής στη Σμύρνη και της μεγάλης φυγής του Ελληνισμού.
“Παραθέτω στη συνέχεια πλήρη την αφήγηση ενός προσωπικού μου φίλου, ανθρώπου μεγάλης μόρφωσης, με πνεύμα μετριοπαθές και ισορροπημένο, του οποίου όλες οι διαβεβαιώσεις μπορούν να γίνουν δεκτές ασυζητητί:
«Το Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου, στις 11 το πρωί, το πρώτο τμήμα του τουρκικού ιππικού έκανε την είσοδο του στη Σμύρνη. Οι ιππείς ξεχύθηκαν από το δρόμο του Μπουρνόβα, ενώ η ελληνική οπισθοφυλακή πορευόταν προς το ανατολικό άκρο της πόλης και κατευθυνόταν μέσα από τις κορυφογραμμές προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας. Αυτοί οι ιππείς που δεν ανήκαν, δίχως άλλο, στον τακτικό στρατό, ίππευαν μικρόσωμα άλογα και φορούσαν παρδα λά ρούχα. Δεν είχαν τόσο τρομακτική όψη. Φωνάζοντας Κοπα»! Κόπο»! (μη φοβάστε!), προσπαθούσαν ασφαλώς να καθησυχάσουν τους περαστικούς. Αλλά μιάμιση ώρα αργότερα οι ίδιοι αυτοί ιππείς, αφήνοντας τα ζώα τους, βάλθηκαν με γυμνά σπαθιά να ληστεύουν τους περαστικούς και παραβίαζαν ακόμα και τις πόρτες των σπιτιών με τον ίδιο σκοπό.
Την επομένη, Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου, είχαμε τα πρώτα κρούσματα φόνων και βιασμών. Ακουγόταν ένας τριγμός που τον διέκοπτε το τουφεκίδι. Ο φίλος μου J.Salbo μου είπε πως περνώντας με το αυτοκίνητο, μαζί με κάποιους Ιταλούς αξιωματικούς στους οποίους έκανε τον ξεναγό, είχε μετρήσει από την Αρμενική συνοικία ως την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου σαράντα έξι πτώματα. Η Αρμενική συνοικία δεινοπάθησε ιδιαίτερα. Σύμφωνα με διασταυρωμένες μαρτυρίες, εκεί γίνονταν ανηλεείς σφαγές.
Από εκείνη την ήμερα ο τρόμος ξαπλώθηκε στους κατοίκους που οχυρώθηκαν στα σπίτια τους. Κάθε εκδήλωση ζωής είχε διακοπεί. Ήταν ίσως η πρώτη Κυριακή εδώ και αιώνες που οι εκκλησίες αργούσαν. Καμιά λειτουργία δεν μπορούσε πια να γίνει. Αυτή η απομόνωση διάρκεσε τρεις μέρες και δεν ξέραμε πια τι γινόταν στην πόλη.
Την Τετάρτη, 13 του μηνός, προς το μεσημέρι, άκουσα να φωνάζουν “Φωτιά!”. Ανέβηκα στην ταράτσα του σπιτιού μου. Οι πρώτες λάμψεις της πυρκαγιάς ήταν ορατές. Έδιναν την εντύπωση ενός τεράστιου μισοφέγγαρου του οποίου η μια κορυφή μπορούσε να τοποθετηθεί στα βορειοανατολικά και η άλλη στο άκρο της νοητής γραμμής από την “Τράπεζα της Ανατολής” προς τα ανατολικά το μέσο της καμπύλης βρισκόταν στα περίχωρα του Μπασμαχανέ (του σταθμού της σιδηροδρομικής γραμμής του Κασαμπά). Αυτό το μισοφέγγαρο αγκάλιαζε όλο το ελληνικό τμήμα της πόλης και στένευε προοδευτικά, όσο προχωρούσε νοτιοδυτικά.
Το βράδυ της ίδιας νύχτας, καθώς η φωτιά πλησίαζε, αφήσαμε το σπίτι μας κουβαλώντας μόνο έναν μπόγο με τα απαραίτητα. Πήγαμε στο σπίτι του φίλου μας στην Προκυμαία. Εκεί γινόταν πανδαιμόνιο. Τα ζώα και οι βοϊδάμαξες ανακατεύονταν με τους ανθρώπους οι οποίοι στην τρελή τους βιασύνη τις είχαν φορτώσει με τα πιο αταίριαστα και συχνά τα πιο άχρηστα πράγματα.
Ωστόσο, το καταφύγιο μας απειλήθηκε με τη σειρά του. Πιστέψαμε πως ήταν πιο συνετό να βγούμε από εκεί, για να πάμε αυτή τη φορά στο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο, στο βόρειο άκρο της πόλης, όπου είχαν μαζευτεί κάπου δυο χιλιάδες πρόσφυγες. Βρισκόμαστε στο βράδυ της Πέμπτης. Στο δρόμο, όχι μακριά από τη μεγάλη αποβάθρα της Πούντας, μια γυναίκα που τρελάθηκε, ρί χνεται στη θάλασσα! Οι άνδρες της πυροσβεστικής υπηρεσίας της περιοχής τη βγάζουν και αναγκάζονται να τη δέσουν στα κιγκλιδώματα, γιατί προσπαθεί να κάνει τα ίδια. Περνάμε τη νύχτα πάνω σε μια πλάκα του οικογενειακού μας τάφου. Δίπλα μας ακριβώς μια γυναίκα την πιάνουν οι ωδίνες του τοκετού.
Την επομένη ξαναπηγαίνουμε στο σπίτι του φίλου μου, που γλίτωσε από τη φωτιά. Η πυρκαγιά είχε σταματήσει λίγο μετά το Προξενείο της Γαλλίας. Το βράδυ όμως μπορούσαμε να διακρί νουμε από το μπαλκόνι μας κάποιους άνδρες να αδειάζουν δοχεία με υγρό στα υπόγεια και να πετάνε χειροβομβίδες στα κτίρια που δεν είχαν πληγεί.
Μείναμε στο σπίτι δώδεκα μέρες είμαστε εκατόν πενήντα τέσσερα άτομα. Τις πρώτες τέσσερις μέρες η μόνη μας τροφή ήταν το νερό. Την πέμπτη μέρα κάποιος από μας ριψοκινδύνεψε μέχρι την Τουρκική συνοικία, για να βρει ψωμί. Τα στρατιωτικά οχήματα περνούσαν επίσης φορτωμένα με μαύρο ψωμί και μας πούλαγαν για μια λίρα (νόμισμα ισοδύναμο με 8 φράγκα). Συχνά τη νύχτα ξυπνούσαμε από τις σπαρακτικές κραυγές του πλήθους που διανυκτέρευε στο ύπαιθρο. Οι Τούρκοι όρμησαν στο πλήθος αυτό των δυστυχισμένων, βιαιοπράγησαν κατά των ανδρών, πρόσβαλαν τις γυναίκες, μερικές φορές τις απήγαγαν και έκλεψαν και από τους μεν και από τους δε τα ρούχα τους και τα παπούτσια τους, σε σημείο που ορισμένοι ξέσκιζαν μόνοι τους τα ρούχα τους, για να μην βάζουν τους Τούρκους σε πειρασμό.
Ένα πρωί, καθώς πήγαινα στο Προξενείο της Γαλλίας, που ήταν κοντά και λειτουργούσε στο ισόγειο του καμένου κτιρίου, είδα κοντά στην Μπελλαβίστα επτά πτώματα εκ των οποίων τα τρία μέσα στη θάλασσα. Το ένα απ’ αυτά είχε τους αντίχειρες δεμένους με ένα σκοινί. Είδα επίσης πέντε ή έξι γυναικείες πλεξούδες μαζί με τον τριχωτό της κεφαλής.
Για να βγουν απ’ αυτή την κόλαση (έτσι είχε καταλήξει η γελαστή πολιτεία της Σμύρνης), οι άνθρωποι ρίχνονταν στη θάλασ σα, με σκοπό να φτάσουν στα μεταγωγικά ή τα πολεμικά πλοία. Οι Τούρκοι είχαν φροντίσει να βυθίσουν όλες τις βάρκες, για να εξουδετερώσουν και την παραμικρή επιθυμία φυγής. Ωστόσο, ένας δυστυχής άνθρωπος, που είχε δει ένα βράδυ μια βάρκα με ιταλική σημαία, δεμένη με παλαμάρι κοντά στα Λουτρά, ρίχτηκε στη θάλασσα προσπαθώντας να βγει στ’ ανοιχτά. Ακούγοντας ένα σκοπό να τον φωνάζει, γύρισε πίσω. Όταν βγήκε, ο σκοπός τον φιλοδώρησε με τρία χτυπήματα της ξιφολόγχης του.
Οι συλλήψεις ήταν στην ημερήσια διάταξη. Ένα διάταγμα είχε κηρύξει αιχμάλωτους πολέμου όλους τους άνδρες από δεκαοχτώ μέχρι σαράντα πέντε ετών, γιατί υπετίθετο πως είχαν πολεμήσει με τον ελληνικό στρατό. Αλλά στην πραγματικότητα δεν τους ένοιαζε καθόλου να τηρήσουν τα διατεταγμένα όρια. Και όλοι όσοι τους φαίνονταν γεροί, παιδιά δεκαπέντε ετών και άνδρες πενήντα πέντε, οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Τελικά η τύχη θέλησε να μας βοηθήσει να φύγουμε. Ήταν η δέκατη έκτη μέρα μετά την άφιξη των Τούρκων. Ένας λεβαντίνος μεσίτης, από αυτούς που είχαν ξεφυτρώσει σε μεγάλο αριθμό για την περίσταση, ήρθε να μας προσφέρει τα μέσα. Μετά από μεγάλες και επίπονες διαπραγματεύσεις η συμφωνία έκλεισε στις 800 λίρες (4.000 φράγκα) για την αναχώρηση οκτώ ατόμων. Μία λέμβος κάποιου πλοίου ήρθε να μας βρει, για να μας μεταφέρει πάνω σ’ ένα ιταλικό ατμόπλοιο της γραμμής, το Bulgaria. Το ποσό που πληρώσαμε δεν αφορούσε παρά μόνο τη μεταφορά με τη λέμβο του πλοίου.
Φτάσαμε στη Σάμο. Η εκτόνωση μας ήταν τόσο έντονη, που σε πείσμα της πιο μεγάλης καταστροφής που μπορεί να χτυπήσει τα ανθρώπινα όντα (από πλούσιοι και ευτυχισμένοι είχαμε γίνει μέσα σε λίγες ώρες δυστυχείς και πλανήτες) νιώσαμε τη φυσική ευδαιμονία να ζούμε χωρίς αγωνία και ν’ αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα.
Στη Σάμο βρήκα πολλούς από τους συμπατριώτες μου καθένας τους είχε και κάτι τρομακτικό να διηγηθεί. Οι αφηγήσεις τους ήταν ακριβείς και συνέπιπταν. Ο νεαρός Ο.Μ. που είχε μοιραστεί μαζί μας σε κάποια στιγμή τη φιλοξενία του ]…, μας διηγήθηκε πώς επιστρατεύθηκε από μια περίπολο την ημέρα που τον είχαμε στείλει να βρει προμήθειες, για να βοηθήσει στο καθάρισμα των πτωμάτων στην περιοχή της Μητρόπολης . Είχαν γεμίσει σαράντα δύο καροτσάκια. Κατάφερε να το σκάσει χάρη σ’ ένα γερό φιλοδώρημα που έδωσε στον επικεφαλής της περιπόλου, και να φθάσει στη Σάμο μετά από αναρίθμητες περιπέτειες.
Ομοίως ο νεαρός υπάλληλος μου, ο οποίος ως Ισραηλίτης μπόρεσε να μείνει στο σπίτι του130 στα όρια της Τουρκικής και της Αρμενικής συνοικίας, μας βεβαίωνε πως οι τουφεκισμοί μαίνονταν νύχτα μέρα και πως έβλεπε από το παράθυρο του καροτσάκια με πτώματα. Είχε μετρήσει στη διάρκεια τεσσάρων ημερών 26 με 30 κάθε μέρα.
Η προϊσταμένη του Ελληνικού Νοσοκομείου μάς διηγήθηκε με τη σειρά της πως, ενώ η φωτιά εξαπλωνόταν, αναγκάστηκε να καταφύγει στο Ολλανδικό Νοσοκομείο και μετά στον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Όφειλε να ασχολείται με γυναίκες και κοριτσάκια εκ των οποίων άλλες είχαν παράλυτα τα κάτω άκρα και άλλες είχαν ακατάσχετες αιμορραγίες ή ειδικά προβλήματα. Υπήρχαν
γυναίκες που είχαν βιαστεί μέχρι και σαράντα φορές.
Η πιο φοβερή τραγωδία, όμως, διαδραματίστηκε στην Ερυθραία και στα Βουρλά, όπου είχε προηγηθεί η πιο μαύρη προδοσία. Λίγες μέρες πριν την παράδοση της πόλης, οι Τούρκοι και οι Έλληνες που κατά τη διάρκεια της ελληνικής κατοχής είχαν αναπτύξει εξαίρετες σχέσεις, σύναψαν ένα είδος συμφώνου για εγγυήσεις και αμοιβαία βοήθεια.
Οι Έλληνες υποσχέθηκαν να προστατεύουν τους Τούρκους από τον ελληνικό στρατό που υποχωρούσε, και οι Τούρκοι εγγυήθηκαν πως οι Έλληνες συμπολίτες τους δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν από το νικηφόρο τουρκικό στρατό. Το σύμφωνο το υπόγραψαν, το σφράγισαν και ορκίστηκαν να το τηρήσουν ο αντιπρόσωπος του μητροπολίτη της Εφέσου, ο μουφτής και οι πρόκριτοι των δύο Κοινοτήτων.
Κατοχυρωμένοι από αυτό το σύμφωνο μερικές χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες στα γειτονικά νησιά ξαναήρθαν στα σπιτικά τους, υπακούοντας στις πιεστικές παρακλήσεις του δημογέροντα Τραβέστη που πήγε εκεί να τους βρει. Ωστόσο, δεν επέστρεψαν παρά για να παρευρεθούν στην πιο τρομακτική τραγωδία, για να δουν την πόλη τους να πυρπολείται, τους δικούς τους να σφάζονται ή να εξευτελίζονται, τις γυναίκες τους να πέφτουν στα πηγάδια, για να μην ατιμασθούν και για να αφανισθούν και οι ίδιοι δια πυ ρός και σιδήρου».
http://www.onalert.gr/default.php?pname=Article&catid=2&art_id=17624