Μανόλης Μαυροζαχαράκης
Κοινωνιολόγος- Πολιτικός Επιστήμονας
Ο αναποδογυρισμένος κόσμος της αριστεράς. Μία κριτική του αριστερού συντηρητισμού
Η στασιμότητα
Εν μέσω κρίσης η αριστερά και η κεντροαριστερά με την ευρεία έννοια επιχειρούν να αυτοπροβληθούν διεθνώς ως εφικτή εναλλακτική πρόταση στο κυρίαρχο ρεύμα του νεοφιλελευθερισμού. Στην προσπάθεια αυτή προβάλλεται η εύλογη ένσταση ότι οι προτεινόμενες κεντροαριστερές και αριστερές πολιτικές είναι στάσιμες και εν μέρει ταυτόσημες με την υπεράσπιση του status quo. Συγχρονισμένες δηλαδή με μια λογική που αποτρέπει την κοινωνική μεταβολή. Η συντηρητική αυτή απεικόνιση βρίσκεται σε αντίθεση με τις φιλοσοφικές καταβολές της αριστεράς που την εντάσσουν στο πνευματικό ρεύμα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα το οποίο αντιμετώπισε σε μεγάλο βαθμό το θέμα της κοινωνικής μεταβολής υπό το πρίσμα της εξέλιξης. Της πίστης δηλαδή στην βαθμιαία ανάπτυξη των κοινωνιών. Έτσι, η μετάβαση από προνεωτερικά σε νεωτερικά μορφώματα αξιολογείται κατά κανόνα θετικά.
Η πίστη αυτή στην αδιατάρακτη θετική κατεύθυνση των κοινωνιών ελκύει την καταγωγή της από την φιλοσοφία της ιστορίας του διαφωτισμού -ιδιαίτερα του Χεγκελ και του Μαρξ- και στην επιρροή που άσκησε η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου και η κοινωνιολογία του Σπένσερ.
Όμως, εάν η υπόθεση εργασίας είναι βάσιμη περί στασιμότητας της αριστεράς, τότε ως ιδεολογικό ρεύμα δεν έχει πλέον άποψη για την πρόοδο των κοινωνιών προς το καλύτερο. Άρα δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Εξ ου κάποιοι στοχαστές θεωρούν ότι έφτασε ο καιρός να διατυπωθεί το αίτημα για μια «νέα Αριστερά» με συγχρονισμένη προς τους καιρούς αφήγηση.
Είναι προφανές από την ιστορία της ευρωπαϊκής αριστεράς ότι η πολιτική φιλοσοφία της συνδέεται αναπόσπαστα με την ιδέα της προόδου.
Η ιδέα της κοινωνικής αλλαγής είναι εντελώς συστατική για τα διάφορα στάδια και τις πολυποίκιλες εκφάνσεις αριστερής θεωρίας και πράξης, τόσο στις πιο λαμπρές όσο και στις πιο σκοτεινές περιόδους.
Στο πλαίσιο αυτό, εμφανίζεται σε πλήρη έκταση η αβεβαιότητα και η κρίση στην οποία βρίσκεται σήμερα η λεγόμενη κοινωνική αριστερά.
Φαίνεται να ζούμε σε έναν αναποδογυρισμένο κόσμο, διότι ειδικά και επίμονα τα διάφορα αριστερά περιβάλλοντα προβάλλουν και κινητοποιούν μια βαθιά δυσπιστία ενάντια στην κοινωνική αλλαγή.
Επιπλέον υπάρχει ένας ιδεολογικός και οργανωτικός κατακερματισμός της αριστεράς που μοιάζει με θρυμματισμένο καθρέπτη.
Από αυτή την άποψη, έννοιες όπως “μεταρρύθμιση” ή “εκσυγχρονισμός” δεν έχουν ενιαία ερμηνεία στο αριστερό εννοιολογικό οπλοστάσιο αναλαμβάνοντας μάλιστα αρνητικό πρόσημο, αφού ερμηνεύονται ως δυσοίωνη δυναμική της κοινωνίας κατά της οποίας πρέπει να προβληθεί ενεργή αντίσταση.
Αριστερή πολιτική σήμερα συχνά σημαίνει υπεράσπιση των κεκτημένων του παρελθόντος.
Αφού δεν μπορούμε να γυρίσουμε το τιμόνι της ιστορίας πίσω σε μια χρυσή εποχή του παρελθόντος θα πρέπει, τουλάχιστον να διατηρήσουμε την υπάρχουσα κατάσταση ως έχει. Τίθεται επομένως το ερώτημα: εκφράζει η αριστερά το νέο συντηρητισμό;
Απουσιάζει η “φιλοσοφία”, και η “αφήγηση”
Η αλλαγή παραδείγματος στην στάση της αριστεράς μπορεί να είναι λάθος, έχει όμως προφανείς και όχι αβάσιμους λόγους. Οι καταστροφές του 20ού αιώνα επέβαλαν ένα σκληρό πλήγμα στο αισιόδοξο πρόταγμα προόδου που πρέσβευε η αριστερά στο σύνολο της.
Όποτε και όταν η αριστερά επέμεινε αδιάσπαστα στην πραγματοποίηση της ιστορικής αποστολής της και εν γένει στην επιβολή της ιστορίας, εμφανίστηκαν αγκαθωτά συρματοπλέγματα και Γκούλαγκ.
Επιπλέον, προστίθεται οι αρνητικές μεταρρυθμιστικές εμπειρίες του τρίτου δρόμου , του νέου κέντρου και του εκσυγχρονισμού από τις οποίες μέχρι σήμερα δεν μπορεί να συνέλθει η δημοκρατική αριστερά στην Ευρώπη.
Οι συγκεκριμένες εμπειρίες μεταρρύθμισης, περιείχαν μεν σε επίπεδο διακήρυξης πάρα πολλά θετικά διαβήματα για την οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Στην πράξη όμως επρόκειτο για μια κούφια ρητορική εκσυγχρονισμού που δικαίως συνάντησε αντιστάσεις και έλλειψη κατανόησης.
Στα πλαίσια ενός υπερπραγματισμού ή ενός γενικού υπερρεαλισμού, έλειπε συχνά ο σαφής και κατανοητός στόχος. Έλειπε η πολιτική “φιλοσοφία” και η συνοδευτική «αφήγηση».
Η τραγωδία εκείνων των χρόνων είναι, ότι η σοσιαλδημοκρατία και η αριστερά δεν βρήκαν το νήμα προς μια σύγχρονη κοινωνική “φιλοσοφία” δικαιοσύνης, προόδου και αλληλεγγύης.
Σε βάθος χρόνου λοιπόν επόμενο ήταν ή δημοκρατική αριστερά στην Ευρώπη να χάσει την γοητεία που κάποτε ασκούσε, αφού οι άνθρωποι σε μακροπρόθεσμη βάση, συγκινούνται και κινούνται πολιτικά μόνο εάν οι στόχοι είναι σαφής και κατανοητοί.
Ο πραγματισμός είναι μια αρετή μόνο αν είναι μετρήσιμος πάνω σε συγκεκριμένες αρχές δικαιοσύνης και στόχους πολιτικής.
Πολιτική απαιτεί ρεαλισμό αλλά και ουσία.
Μια νέα αισιοδοξία για την αλλαγή
Μπορεί να είναι κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους εμφανίστηκε ο αριστερός συντηρητισμός. Αυτό όμως δεν απαλλάσσει από την άσκηση οξείας κριτικής πάνω σε ένα φαινόμενο που όφειλε να μην χαρακτηρίζουν την αριστερά.
Η κοινωνία μας χρειάζεται μια νέα ιδέα της προόδου, διότι η αλλαγή προς το καλύτερο σε πολλούς τομείς, όχι μόνο επιθυμητή είναι αλλά και εφικτή.
Μια αριστερά που δεν διατυπώνει αυτή την ιδέα της προόδου, εκτρέπεται από το κύριο καθήκον της και επιπλέον χάνει τις καρδιές και το μυαλό της κοινωνικής βάσης της.
Ως εκ τούτου, έφτασε πλέον το πλήρωμα του χρόνου να αρθρωθεί η απαίτηση και το περίγραμμα μιας νέας συγχρονισμένης ευρείας «αριστεράς».
Ένα διάβημα που πρέπει να γίνει σε μια παραγωγική συζήτηση και σε αντιπαράθεση με τον επικρατούντα συντηρητισμό.
Το αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι μια δυναμική διαδικασία, που θα άρει από τους πολίτες τους δικαιολογημένους φόβους και τις ανησυχίες και θα τους δώσει μια νέα αισιοδοξία της αλλαγής προς το καλύτερο.
Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, έχει μόνο τότε πιθανότητες επιτυχίας αν την ίδια στιγμή τεθεί μια σε βάθος συζήτηση εννοιών όπως «πρόοδος», «κοινωνική δικαιοσύνη», «εκσυγχρονισμός» και «σοσιαλισμός».
Η ευρύτερη αριστερά οφείλει να διδαχτεί από τα λάθη της δίνοντάς τους σχήμα και κατεύθυνση.
Μια νοσταλγική επιστροφή στην έννοια της αδιάκοπης, γραμμικής προόδου θα αποτελούσε ένα κανονιστικό και στρατηγικό λάθος και είναι καταδικασμένη να αποτύχει
Αυτός αναπροσανατολισμός είναι επείγουσα υπόθεση για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί επανεμφανίζεται λόγω της κρίσης στην σοσιαλδημοκρατία, στους πράσινους και στην δημοκρατική αριστερά της Ευρώπης, ως αντίδραση στην κρίση και στην αντίστοιχη αριστερή μετατόπιση του εκλογικού σώματος, ένας νέος νεοφιλελεύθερος πραγματισμός, που χρησιμοποιεί έννοιες όπως «πρόοδος» ή «προοδευτική πολιτική», «εξευρωπαϊσμός» μόνο ως κενές ιδεολογικές συνιστώσες.
Έτσι, η “πρόοδος” καταντά και πάλι απλά ένα ρητορικό εργαλείο, το οποίο επενδύει διακοσμητικά οποιεσδήποτε ανησυχίες σχετικά με την οικονομική πολιτική για να τους προσδώσει ελκυστικότητα.
Η πρόσκληση για παράδειγμα για μια συνένωση των «προοδευτικών δυνάμεων» σήμερα πέρα από τις κομματικές γραμμές, παραμένει κενό γράμμα , εφ ‘όσον δεν είναι σαφές με ποιούς στόχους και με ποιες αρχές θα μετρηθεί η πρόοδος που θέλουν να επιδιώξουν.
Δεύτερον γιατί , αναβιώνουν στην παραδοσιακή αριστερά τάσεις, που επιδιώκουν να συμπληρώσουν τον αριστερό συντηρητισμό και πάλι με την αριστερή ιδέα της προόδου, χωρίς όμως να προσφέρεται ένα σαφές περίγραμμα και ένας καθαρός προσανατολισμός.
Αντιθέτως η παραδοσιακή τάση αυτή προσποιείται και ενεργεί σαν μην υπάρχουν προβλήματα και ερωτήματα ανοικτά που πρέπει κάποτε να αντιμετωπιστούν.
Αποκαλύπτεται λοιπόν ότι ένα μέρος των αριστερών δυνάμεων στην Ευρώπη ακολουθεί στρατηγικές μιας αφηρημένης υπόσχεσης της προόδου, χωρίς χάραξη του δρόμου και χωρίς προσδιορισμό ορίων. Λείπει το σχέδιο υλοποίησης, η αναφορά στους επιμέρους και στους στρατηγικούς συμβιβασμούς, και η επιλογή συμμαχιών. Όσο λίγο όμως αξίζει ένας τυφλός πραγματισμός για μια αριστερή-προοδευτική πολιτική, τόσο λιγότερο αξίζουν τα μεγαλεπίβολα λόγια, οι φραστικές υπερβολές, χωρίς ακριβή προσανατολισμό και χωρίς οδηγίες δράσης .
Για να επικαιροποιηθεί η αριστερή έννοια της προόδου, υπάρχουν προκαταρκτικές επεξεργασίες.
Ο Jürgen Habermas έχει διατυπώσει για τις έλλογες προϋποθέσεις ανάπτυξης της νεωτερικότητας θεμελιώδης προτάσεις.
Ο Ulrich Beck, έχει διατυπώσει την έννοια της «αντανακλαστικής νεωτερικότητας», μια φράση κλειδί, η οποία υπαινίσσεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένα στατικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, αλλά πρέπει να είναι ένα πρόγραμμα που εξετάζει τους κινδύνους και επιτρέπει διορθώσεις.
Ένα πρόγραμμα που μαθαίνει και εξελίσσεται με βάση τις συγκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας και όχι μόνο των ελίτ της.
Κατ ‘αναλογία, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «αντανακλαστική πρόοδο», με υποκείμενα πρόθυμα να μάθουν και να συλλέξουν εμπειρίες ανοιχτές, ώστε οι τρόποι και οι μέθοδοι υλοποίησης να ευθυγραμμίζονται ξανά και ξανά με τους στόχους.
Τέλος, αξίζει τον κόπο να εξετάσει η αριστερά το λεγόμενο Τρίτο Δρόμο που εφαρμόστηκες στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας ο οποίος επιχείρησε να διατυπώσει θέσεις πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό και τον αριστερό συντηρητισμό και να τις συνδέσει με την κοινωνική πρόοδο. Σε μια τέτοια αξιολογική εξέταση, ωστόσο, θα ήταν γόνιμο να ανιχνευτούν τα λάθη σύλληψης και στρατηγικής, που έγιναν τότε, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα για μια νέα στρατηγική αριστερού συγχρονισμού με την πραγματικότητα.
Εάν κάποιοι μπουν στον κόπο να κάνουν αυτή την δουλειά είναι βέβαιο ότι το συμπέρασμα που θα εκμαιεύσουν θα είναι ότι εκείνη την περίοδο η κεντροαριστερά είχε εγκλωβιστεί σε ένα νεοφιλελεύθερο ειδύλλιο που κάθε άλλο παρά προσιδίαζε στα ιδανικά της.
Αντιθέτως ήταν μια περίοδο αναχρονισμού της κεντροαριστεράς την οποία ωστόσο πρέπει να επεξεργαστεί για να αντλήσει τα όποια θετικά της.
Πρέπει να γίνει επομένως σαφές που πάει το ταξίδι.
Η αναγκαία αναδιατύπωση μια αριστερής ιδέας της προόδου είναι μια πολύπλοκη και προκλητική επιχείρηση.
Χρειάζεται χρόνο για προβληματισμό και συζήτηση.
Στο επίκεντρο μιας αριστερής-προοδευτικής πολιτική πρέπει να τεθεί η ιδέα της κοινωνικής προόδου.
Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο θέλουμε αλλαγή: η βελτίωση της παραγωγής και των συνθηκών διαβίωσης για τους ανθρώπους. Είναι απλό, και όμως τόσο πολύπλοκο, γιατί είμαστε ήδη στη μέση της διαμάχης πάνω από τις απόψεις και τις έννοιες της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ένα σημαντικό έργο είναι η αναδιατύπωση της ιδέας της προόδου, της ισότητας και της ελευθερίας.
Η πραγματική πρόοδος προς την επίτευξη των ίσων ευκαιριών για όλους, συνδέεται μια ιδέα της θεσμικής προόδου
Μια άλλη βασική διάσταση που αποτελεί αντικείμενο διαλόγου για μια νέα αριστερή προοδευτική πολιτική είναι το ζήτημα της τεχνολογικής προόδου.
Η ιδέα της αύξησης της παραγωγικότητας μέσω της τεχνολογικής προόδου έχει κεντρική σημασία για τον Καρλ Μαρξ και συνδέεται με την ελπίδα για κοινωνική χειραφέτηση μέσω των τεχνολογικών εξελίξεων.
Εντούτοις έχει επικρατήσει στην αριστερά μια δραστική κριτική της τεχνολογικής προόδου θεωρώντας ότι αυτή παράγει την ωμή βία εάν ακολουθηθεί τυφλά.
Παρ ‘όλα αυτά, θα ήταν ένα σοβαρό λάθος αν μια προοδευτική αριστερά εγκαταλείψει την ιδέα της τεχνολογικής προόδου.
Πρώτον, η ευημερία μας και οι κοινωνικές ευκαιρίες συμμετοχής βασίζονται εν μέρει στην τεχνολογικής πρόοδο. Το φάσμα κυμαίνεται από την ενέργεια έως τον εξορθολογισμό της βιομηχανικής παραγωγής και της τεχνολογίες μετακίνησης.
Δεύτερον, δεν μπορούμε να λύσουμε τα δραματικά περιβαλλοντικά προβλήματα χωρίς να απαιτήσουμε την τεχνολογική πρόοδο.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να αναζητήσουμε εικόνες και μέτρα πολιτικής για μια τρίτη – πράσινη – βιομηχανική επανάσταση.
Τρίτον, η τεχνολογική πρόοδος πρέπει να συνοδεύεται με την απαίτηση για
κοινωνική πρόοδος, με την ίδια έννοια των πραγματικών ευκαιριών συμμετοχής σε όλο το φάσμα της κοινωνίας. Ο στόχος πρέπει να είναι η ένταξη όλων των κοινωνικο-οικονομικών ομάδων στο επίκεντρο της κοινωνίας μας.
Τέλος, η πρόοδος πρέπει συνδέεται με την επέκταση της δημοκρατίας.
Ο περιορισμός της συζήτησης στην Ελλάδα στην βάση «μνημόνιο-αντριομνημόνιο» αντιστοιχεί σε έναν νέο οικονομισμό της κεντροαριστεράς και αριστεράς στην Ελλάδα.